Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συμπαίκτρια

См. также в других словарях:

  • συμπαίκτρια — senpectas fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαίκτρια — η, ΝΑ βλ. συμπαίκτης …   Dictionary of Greek

  • συμπαίκτριαν — συμπαίκτρια senpectas fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… …   Dictionary of Greek

  • συμπαίκτης — ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι αρχ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • συμπαίκτης — ο θηλ. συμπαίκτρια καθένας απ αυτούς που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι: Δε συνεργάζεται με τους συμπαίκτες του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»