-
1 συμπαίκτρια
συμπαίκτριαsenpectas: fem nom /voc sg -
2 συμπαίκτριαν
συμπαίκτριαsenpectas: fem acc sg -
3 συμπαίκτης
συμ-παίκτης, ου, [dialect] Dor. [suff] σύμ-τας, ὁ,= συμπαιστής, AP5.213 (Mel.):—fem. [full] συμπαίκτρια, ἡ, Ant.Lib.21.1; [full] συμπαίκτειρα, Orph. H.29.9.2 in Lat. form senpectas (acc. pl.), = consolers, Benedicti Regula Monachorum 27, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπαίκτης
-
4 μέλπω
Grammatical information: v.Meaning: `celebrate with song and dance, sing, dance', - ομαι (Il.), posthom. (ep. lyr.) aor. μέλψαι, - ασθαι, fut. μέλψω, - ομαι, (see Bielohlawek WienStud. 44, 1ff., 125ff.)Derivatives: μέλπηθρα n. pl. `plaything' (Il.), μελπήτωρ, - ορος m. `singer'; μολπή f. `(play with) song and dance' (Il.) with μολπαῖος adjunct of ἀοιδή (Erinn.), μολπηδόν `as a μ.' (A. Pers. 389), μολπᾶτις f. (Dor.) apposition to κερκίς `singer (fem.)' (AP), μολπάζω `sing (of)' (Ar.), from where μολπαστάς m. (Dor.) `singer, dancer' (AP), μολπάστρια = συμπαίκτρια H.; μολποί m. pl. guild of singers in Miletos with μολπικοί `id.' (Va).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. If somehow connected with μέλος (e.g. Diehl RhM 89, 92 f.), we must in any case start from the orig. meaning `member', not from the secondary `song'. Wide reaching speculations by Szemerényi Emer. 22, 169ff. On the supposed connection with a few Celt. words, e.g. OIr. - molor `I praise', Welsh mawl `praise' (Stokes IF 12, 191) s. WP. 2, 292.Page in Frisk: 2,204Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέλπω
См. также в других словарях:
συμπαίκτρια — senpectas fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίκτρια — η, ΝΑ βλ. συμπαίκτης … Dictionary of Greek
συμπαίκτριαν — συμπαίκτρια senpectas fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek
πλουτώ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, μια από τις Ναϊάδες, που σύμφωνα με τον Ησίοδο λεγόταν και Βοώπις. Κατά τον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, η Π. ήταν συμπαίκτρια της Περσεφόνης όταν την άρπαξε ο Άδης. 2. Κόρη του… … Dictionary of Greek
συμπαίκτης — ο, θηλ. συμπαίκτρια, ΝΜΑ, και συμπαίχτης και τ. θηλ. συμπαίχτρια Ν, και δωρ. τ. συμπαίκτας και ποιητ. τ. θηλ. συμπαίκτειρα Α αυτός που παίρνει μέρος σε παιχνίδι μαζί με άλλους, καθένας από εκείνους που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek
συμπαίκτης — ο θηλ. συμπαίκτρια καθένας απ αυτούς που μετέχουν στο ίδιο παιχνίδι: Δε συνεργάζεται με τους συμπαίκτες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)