-
1 συμπαραλαμβανω
1) забирать с собой(τινά Plat.)
σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. — делать кого-л. соучастником (своих) поисков2) приобщать, включать, присоединять(σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.)
3) принимать во внимание, учитывать(τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.)
-
2 συμπαραλαμβάνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συμπαραλαμβάνω
-
3 συμπαραλαμβάνω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > συμπαραλαμβάνω
-
4 συμπαραλαμβάνω
(αόρ. συμπαρέλαβα) μετ. брать с собой -
5 συμπαραλαμβάνω
забирать с собой, брать с собой.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > συμπαραλαμβάνω
-
6 συμπαραληπτεος
-
7 4838
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 4838
См. также в других словарях:
συμπαραλαμβάνω — take along with pres subj act 1st sg συμπαραλαμβάνω take along with pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβάνω — Α [παραλαμβάνω] 1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό 2. λαμβάνω υπ όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω 3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.) 4.… … Dictionary of Greek
συμπαραλαμβάνετε — συμπαραλαμβάνω take along with pres imperat act 2nd pl συμπαραλαμβάνω take along with pres ind act 2nd pl συμπαραλαμβάνω take along with imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβάνῃ — συμπαραλαμβάνω take along with pres subj mp 2nd sg συμπαραλαμβάνω take along with pres ind mp 2nd sg συμπαραλαμβάνω take along with pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπαραλαμβάνει — συμπαραλαμβάνω take along with pres ind mp 2nd sg συμπαραλαμβάνω take along with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαβόν — συμπαραλαμβάνω take along with aor part act masc voc sg συμπαραλαμβάνω take along with aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαβόντα — συμπαραλαμβάνω take along with aor part act neut nom/voc/acc pl συμπαραλαμβάνω take along with aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβανομένων — συμπαραλαμβάνω take along with pres part mp fem gen pl συμπαραλαμβάνω take along with pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβανόμενον — συμπαραλαμβάνω take along with pres part mp masc acc sg συμπαραλαμβάνω take along with pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβανόντων — συμπαραλαμβάνω take along with pres part act masc/neut gen pl συμπαραλαμβάνω take along with pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαραλαμβάνει — συμπαραλαμβάνω take along with pres ind mp 2nd sg συμπαραλαμβάνω take along with pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)