Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμπαρακομίζω

См. также в других словарях:

  • συμπαρακομίζω — Α 1. οδηγώ, φέρνω κάτι κοντά σε κάτι («νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τὰ ἄλλα πρὸς τὸ... ναῡς τε συμπαρακομίσαι [ενν. πρὸς τὴν ἀκτήν]», Θουκ.) 2. μέσ. συμπαρακομίζομαι βοηθώ σε μεταφορά, σε μετακόμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακομίζω «οδηγώ,… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακομιζομένων — συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp masc/neut gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres part mp fem gen pl συμπαρακομίζω bring along the coast with pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαρακομίσαι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf act ξυμπαρακομίσαῑ , συμπαρακομίζω bring along the coast with aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμπαρακομισθῆναι — συμπαρακομίζω bring along the coast with aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»