-
1 симпатизировать
-рую, -руешьρ.δ. με δοτ. συμπαθώ•я ему не -рую αυτόν δεν τον συμπαθώ•
-рую прогрессивному деятелю συμπαθώ τον προοδευτικό παράγοντα.
-
2 симпатизировать
-
3 сочувствовать
-
4 симпатизировать
симпатизироватьнесов (кому-л., чему-л.) συμπαθώ:\симпатизировать друг дру́гу ἐχουμε ἀμοιβαία συμπάθεια. -
5 симпатия
симпати||яж ἡ συμπάθεια:чу́вствовать \симпатияю к кому́-л. συμπαθώ κάποιον питать \симпатияи к... τρέφω συμπάθεια προς... -
6 сочувствовать
сочувствоватьнесов συμπαθώ, συμπονώ/ οίκτ(ε)ίρω (сострадать). -
7 симпатизировать
[σιμπατιζίραβατ'] ρ. συμπαθώ -
8 симпатизировать
[σιμπατιζίραβατ'] ρ συμπαθώ -
9 герой
-я α.ήρωας•герой Великой Отечественной войны ήρωας του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου•
герой Греции ήρωας της Ελλάδας•
герой социалистического труда ήρωας της σοσιαλιστικής δουλειάς•
герой романа ήρωας του μυθιστορήματος.
εκφρ.герой не моего романа – άνθρωπος που δεν με τραβά, δεν τον συμπαθώ. -
10 отозвать
отзову, отзовшь, παρλθ. χρ. отозвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отозванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερίσει ή να έρθει σε μένα.2. ανακαλώ•отозвать посла ανακαλώ τον πρεσβευτή.
1. αποκρίνομαι, απαντώ•никто не -лся κανένας δεν αποκρίθηκε.
2. ανταποκρίνομαι•отозвать на чувство ανταποκρίνομαι στο αίσθημα.
|| συμπαθώ, συμπονώ βοηθώ συμμετέχω.3. προκαλώ, διεγείρω ξυπνώ. || προκαλούμαι εμφανίζομαι.4. βρίσκω απήχηση• έχω αντίκτυπο ή συνέπειες• επιδρώ.5. εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον). -
11 сердце
-а, πλθ. сердца, -дец, -дцамουδ.1. η καρδιά•сердце бьтся η καρδιά χτυπά•
порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•
болезни -а καρδιακές παθήσεις•
биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.
2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•
я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).
3. θυμός, οργή, εξόργιση.4. κέντρο•афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.
εκφρ.в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•всем -ем – ολόκαρδα•сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή). -
12 симпатия
-и θ.1. συμπάθεια•чувствовать -ю αισθάνομαι συμπάθεια, συμπαθώ.
2. παλ. • ερωμένος, -η•он встретил свою -го αυτός συνάντησε την συμπάθεια του.
-
13 сострадать
ρ.δ. με όοτ, συμπονώ, συμπαθώ, συμπάσχω. -
14 сочувствовать
ρ.δ. με δοτ.1. συμπονώ, συμπαθώ, ψυχοπονώ, λυπούμαι, ευσίϊλαχν ίζομαι.2. ευνοώ. || αισθάνομαι ενδιαφέρον, περιβάλλω με συμπάθεια.
См. также в других словарях:
συμπαθώ — συμπαθώ, συμπάθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: συμπαθώ : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει ως ουσιαστικό (οι συμπαθούντες αυτοί που υποστηρίζουν κάποιο πολιτικό κόμμα χωρίς να είναι μέλη). Στον απλό προφορικό λόγο απαντάται ορισμένες φορές και η… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συμπαθώ — συμπαθῶ, έω, ΝΜΑ, και συμπαθάω Ν [συμπαθής] 1. συμμερίζομαι τον πόνο και τη θλίψη τού άλλου, συμπονώ, συμπάσχω 2. εκδηλώνω ενδιαφέρον για κάτι, περιβάλλω με συμπάθεια νεοελλ. τρέφω ερωτικά αισθήματα νεοελλ. μσν. (μόνον ο τ. συμπαθάω) παρέχω… … Dictionary of Greek
συμπαθώ — συμπάθησα 1. συμπονώ. 2. νιώθω συμπάθεια, αγάπη και ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι: Δε συμπαθεί καθόλου τους εγωιστές. 3. συγχωρώ: Να με συμπαθάς που δεν ήρθα στη γιορτή σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συμπαθῶ — Συμπαθής affected by like feelings masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθῶ — συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμπαθέω to be sympathetically affected pres subj act 1st sg (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσυμπαθώ — έω, Α [συμπαθῶ] συμπαθώ λίγο … Dictionary of Greek
ασυμπάθητος — και ασυμπάθιστος, η, ο (Μ ἀσυμπάθητος, ον) [συμπαθώ] εκείνος που δεν αισθάνεται συμπάθεια, ο ανελέητος 1| νεοελλ. 1. αυτός που δεν συμπαθιέται, ο αντιπαθητικός 2. αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν είναι άξιος να συγχωρηθεί … Dictionary of Greek
δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
διευσπλαγχνίζομαι — (Μ) συμπαθώ … Dictionary of Greek
εβραΐζω — (AM ἑβραΐζω) 1. μιμούμαι τους Εβραίους στη γλώσσα ή στους τρόπους 2. συμπαθώ τους Εβραίους αρχ. μιλώ Εβραϊκά … Dictionary of Greek
ερωτεύομαι — (Μ ἐρωτεύομαι) [έρως] αγαπώ ερωτικά, καταλαμβάνομαι από ερωτικό συναίσθημα («τόν ερωτεύθηκα για τη λεβεντιά του») νεοελλ. συμπαθώ υπερβολικά, είμαι αφοσιωμένος σε κάποιον ή σε κάτι («ερωτεύθηκα τη θάλασσα») … Dictionary of Greek