-
1 μορφή
η1) форма; вид, образ, облик;εξωτερική μορφή — внешний вид;
συμπαθητική μορφή — симпатичный вид;
αποκρουστική (απαίσια) μορφή — отталкивающий (отвратительный) вид;
δίνω μορφή — придавать форму;
παίρνω τη μορφή — принимать форму, облик;
2) перен. форма; вид:; тип;μορφή διακυβερνήσεως — форма правления;
μορφές πάλης — формы борьбы;
3) филос., лит. иск. форма;καλλιτεχνική μορφή — художественная форма;
η ενότητα μορφής και περιεχομένου — единство формы и содержания;
§ με τη μορφ — в виде (чего-л.);
οία η μορφή τοιαύτη και η ψυχή — или δες μορφή και δες ψυχή — лицо — зеркало души
-
2 συμπαθητικός
η, ό[ν]1) симпатичный, приятный, привлекательный, располагающий к себе; 2) мед. симпатический;συμπαθητικό σύστημα — симпатическая (нервная) система;
§ συμπαθητική μελάνη — симпатические чернила
См. также в других словарях:
συμπαθητικός — ή, ό / συμπαθητικός, ή, όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα») 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι») 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που … Dictionary of Greek
γυναικούλα — η 1. μικρόσωμη γυναίκα 2. συμπαθητική γυναίκα 3. ασήμαντη γυναίκα … Dictionary of Greek
μελάνη — (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαία φιλάνθρωπος και οσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις φιλάνθρωπων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση επηρεασμένοι από τη χριστιανική… … Dictionary of Greek
νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 … Dictionary of Greek
συνδιατίθημι — ΜΑ [διατίθημι] διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση αρχ. 1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω 2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ… … Dictionary of Greek
Άντερσεν, Μπένι — (Benny Andersen, 1929 –). Δανός ποιητής και μουσικός. Στο ποιητικό έργο του, για το οποίο είναι κυρίως γνωστός (Το μουσικό χέλι,1960, Εσωτερικό καπέλο,1964, Ο χοντρο Όλσεν,1968), περιγράφει με πνεύμα την κοινωνική διαγωγή του ανθρώπου, δείχνοντας … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… … Dictionary of Greek
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… … Dictionary of Greek
Σέλερ, Μαξ — (Scheler). Γερμανός φιλόσοφος (Μόναχο 1874 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1928). Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου, της Κολωνίας και της Φρανκφούρτης, και ήταν οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, του οποίου χρησιμοποίησε τα… … Dictionary of Greek