Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συμπαθητική

См. также в других словарях:

  • συμπαθητικός — ή, ό / συμπαθητικός, ή, όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που συγκεντρώνει τη συμπάθεια, συμπαθής («συμπαθητική κοπέλα») 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί συμπάθεια, ενδιαφέρον («συμπαθητικό τραγούδι») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που …   Dictionary of Greek

  • γυναικούλα — η 1. μικρόσωμη γυναίκα 2. συμπαθητική γυναίκα 3. ασήμαντη γυναίκα …   Dictionary of Greek

  • μελάνη — (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαία φιλάνθρωπος και οσία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Υπήρξε μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις φιλάνθρωπων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, οι οποίοι ανέπτυξαν μεγάλη κοινωνική δράση επηρεασμένοι από τη χριστιανική… …   Dictionary of Greek

  • νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …   Dictionary of Greek

  • συνδιατίθημι — ΜΑ [διατίθημι] διευθετώ κάτι μαζί με κάτι άλλο ή από κοινού με άλλον, βοηθώ στη διευθέτηση, στην τακτοποίηση αρχ. 1. τοποθετώ μαζί, συντάσσω 2. συντελώ στο να τοποθετηθεί κάποιος ή κάτι με ορισμένο τρόπο («πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Μπένι — (Benny Andersen, 1929 –). Δανός ποιητής και μουσικός. Στο ποιητικό έργο του, για το οποίο είναι κυρίως γνωστός (Το μουσικό χέλι,1960, Εσωτερικό καπέλο,1964, Ο χοντρο Όλσεν,1968), περιγράφει με πνεύμα την κοινωνική διαγωγή του ανθρώπου, δείχνοντας …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • παλαιολιθική εποχή — Το πρώτο και μεγαλύτερο σε χρονική διάρκεια μέρος της εποχής του λίθου. Η π.ε. τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του πλειστόκαινου και οι αρχές της ανάγονται, συμβατικά βέβαια, γύρω στα 600.000 π.Χ. Αν πάρουμε λοιπόν υπόψη μας ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος — (Σκιάθος 1851 – 1911). Έλληνας πεζογράφος. Ο πατέρας του ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις… …   Dictionary of Greek

  • Σέλερ, Μαξ — (Scheler). Γερμανός φιλόσοφος (Μόναχο 1874 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1928). Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Ιένας, του Μονάχου, της Κολωνίας και της Φρανκφούρτης, και ήταν οπαδός της φαινομενολογίας του Χούσερλ, του οποίου χρησιμοποίησε τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»