Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συμπαθεῖ

  • 1 συμπαθεί

    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθής
    affected by like feelings: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    συμπαθής
    affected by like feelings: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > συμπαθεί

  • 2 συμπαθεῖ

    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
    συμπαθής
    affected by like feelings: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (attic epic)
    συμπαθής
    affected by like feelings: masc /fem /neut dat sg

    Morphologia Graeca > συμπαθεῖ

  • 3 συμπάθει

    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: pres imperat act 2nd sg (attic epic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: imperf ind act 3rd sg (attic epic)
    συμπαθέω
    to be sympathetically affected: imperf ind act 3rd sg (attic epic)

    Morphologia Graeca > συμπάθει

См. также в других словарях:

  • συμπαθεῖ — συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συμπαθέω to be sympathetically affected pres ind mp 2nd sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπάθει — συμπαθέω to be sympathetically affected pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμπαθέω to be sympathetically affected pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμπαθέω to be sympathetically affected imperf ind act 3rd sg (attic epic) συμπαθέω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγλόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί και θαυμάζει τους Άγγλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + φίλος. ΠΑΡ. αγγλοφιλία] …   Dictionary of Greek

  • αλβανόφιλος — η, ο αυτός που συμπαθεί τους Αλβανούς, που διάκειται φιλικά προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αλβανός + φιλος < φίλος] …   Dictionary of Greek

  • γάτα — Κοινή ονομασία μικρού σαρκοφάγου ζώου της οικογένειας των αιλουροειδών. Η άγρια γ. (γαλή η αγρίαδασόβια) είναι μεγαλύτερη από την οικιακή (γαλή η οικοδίαιτη) και μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 120 εκ., από τα οποία τα 35 εκ. ανήκουν στην ουρά. Η… …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφρονας — ο (AM ἑλληνόφρων) νεοελλ. αυτός που συμπαθεί τους Έλληνες και υποστηρίζει τα συμφέροντα και την πολιτική τους αρχ. μσν. ειδωλολάτρης αρχ. ο αναθρεμμένος σύμφωνα με την ελληνική παιδεία …   Dictionary of Greek

  • ευαίσθητος — η, ο (ΑΜ εὐαίσθητος, ον) αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος νεοελλ. 1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές… …   Dictionary of Greek

  • ευκολοχώνευτος — η, ο (Μ εὐκολοχώνευτος, ον) αυτός που χωνεύεται εύκολα, ο εύπεπτος νεοελλ. μτφ. αυτός τον οποίο συμπαθεί ή κατανοεί κάποιος εύκολα («η φιλοσοφία δεν είναι ευκολοχώνευτη») …   Dictionary of Greek

  • φιλισραηλίτης — ὁ, Μ αυτός που συμπαθεί τους Ισραηλίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ἰσραηλίτης] …   Dictionary of Greek

  • φιλοβάρβαρος — ον, Α αυτός που συμπαθεί τους βαρβάρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βάρβαρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοβασίλειος — ον, Α αυτός που συμπαθεί το βασιλικό πολίτευμα, φιλοβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασίλειος (< βασιλεύς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»