-
1 συμπέπτω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπέπτω
-
2 συμ-πέσσω
См. также в других словарях:
συμπέπτω — Α (δ. αν.) βλ. συμπέσσω … Dictionary of Greek
συμπέσσω — και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α 1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ ἐπὶ τοῑς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.) 2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω 3. εκκολάπτω 4. ευνοώ την πέψη 5. παθ. συμπέσσομαι… … Dictionary of Greek