-
1 συμπενομαι
разделять (чью-л.) бедность, вместе нуждатьсяσ. τινί τινος Plat. — подобно кому-л. ощущать недостаток в чем-л.
-
2 συμπένομαι
συμπένομαιto be poor along with: pres ind mp 1st sg -
3 συμπένομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπένομαι
-
4 συμπένομαι
συμ-πένομαι, mit od. zugleich arm sein
См. также в других словарях:
συμπένομαι — to be poor along with pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπένομαι — Α στερούμαι κάτι μαζί με άλλους («συμπένομαι τοῑς πολίταις τούτου τοῡ πράγματος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πένομαι «είμαι φτωχός, στερούμαι»] … Dictionary of Greek