Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμμέτρησις

См. также в других словарях:

  • συμμέτρησις — measuring by comparison fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμέτρησις — ήσεως, ἡ, Α [συμμετρῶ] μέτρηση που γίνεται μετά από σύγκριση, από παραβολή («ἡ ξυμμέτρησις τῶν κλιμάκων» υπολογισμός τού μήκους τών κλιμάκων σε σύγκριση με το ύψος τού τείχους, Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • συμμετρήσει — συμμέτρησις measuring by comparison fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμμετρήσεϊ , συμμέτρησις measuring by comparison fem dat sg (epic) συμμέτρησις measuring by comparison fem dat sg (attic ionic) συμμετρέω measure jointly aor subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμέτρησιν — συμμέτρησιν , συμμέτρησις measuring by comparison fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»