-
1 συμμορία
συμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc /acc dualσυμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)συμμορίᾱ, συμμοριάωto be in the same: pres imperat act 2nd sgσυμμορίᾱ, συμμοριάωto be in the same: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————συμμορίαι, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc plσυμμορίᾱͅ, συμμορίαtaxation-group: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συμμορια
ἥ симмория (каждое из двадцати подразделений самого зажиточного класса афинского населения; каждая фила выделяла по 2 симмории по 60 человек в каждой; симмории были созданы в 378 г. до н.э. для обложения их подоходным налогом - εἰσφορά, - а с 357 г. до н.э. на них была возложена и τριηραρχία; во главе каждой симмории стояли ἡγεμών и ἐπιμελητής, а общими вопросами симмории ведал комитет из 300 членов, по 15 человек от каждой) Xen., Dem., Plut. -
3 συμμορίᾳ
Βλ. λ. συμμορία -
4 συμμορία
η шайка; банда -
5 συμμορία
[симмориа] ουσ. Θ. банда, шайка.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμμορία
-
6 συμμορία
[симмориа] ουσ θ банда, шайка. -
7 συμμορία
A taxation-group of citizens at Athens, formed for the levy of εἰσφορά in 378/7 B.C., and later for the discharge of the τριηραρχία, in 357/6 B.C.; see D.14 ( περὶ τῶν ς.) passim, and cf. Clidem.8, Philoch.126, Ulp. ad D.2.29;στρατηγὸς ὁ ἐπὶ τὰς σ. ᾑρημένος IG22.1629.209
(325/4 B.C.), cf. Arist.Ath.61.1; ἡγεμὼν συμμορίας, = συμμοριάρχης, D.21.157, 28.4, Hyp.Fr. 147; ἐπιμελητὴς τῆς ς. D.47.22; μετοικικαὶ ς. IG22.244.26 (337/6 B.C.).2 a division of the Athenian fleet, X.HG1.7.30.3 a division of the people at Teos, CIG 3065-6 (ii B.C.); class of ἔφηβοι, PTeb.316.4, al. (i A.D.).4 a company in general, δειπνεῖν κατὰ ς. J.AJ5.7.3; αἱ Ἀσκληπιοῦ ς., of the medical profession, Aristid.2.20 J., cf. Lib. Or.1.44, 17.26, 20.3; a class at school, ἔστι τῆς σ. ὁ κράτιστος he is top of the class, Id.Ep.139.2.5 of the Roman classes in the Servian constitution, D.H.4.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμορία
-
8 συμμορία
-
9 συμμορία
1) gang2) mobΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμμορία
-
10 ξυμμορία
συμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc /acc dualσυμμορίᾱ, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————συμμορίαι, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc plσυμμορίᾱͅ, συμμορίαtaxation-group: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 συμμορίας
συμμορίᾱς, συμμορίαtaxation-group: fem acc plσυμμορίᾱς, συμμορίαtaxation-group: fem gen sg (attic doric aeolic)συμμορίᾱς, συμμοριάωto be in the same: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
12 ξυμμορίας
συμμορίᾱς, συμμορίαtaxation-group: fem acc plσυμμορίᾱς, συμμορίαtaxation-group: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 συμμορίαν
συμμορίᾱν, συμμορίαtaxation-group: fem acc sg (attic doric aeolic)συμμορίᾱν, συμμοριάωto be in the same: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)συμμορίᾱν, συμμοριάωto be in the same: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
14 συμμορίαι
συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc plσυμμορίᾱͅ, συμμορίαtaxation-group: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ξυμμορίαν
συμμορίᾱν, συμμορίαtaxation-group: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 συμμορίαις
συμμορίαtaxation-group: fem dat pl -
17 taife
συμμορία, (gurup) ομάδα, σινάφι -
18 ξυμμορίαι
συμμορίαι, συμμορίαtaxation-group: fem nom /voc plσυμμορίᾱͅ, συμμορίαtaxation-group: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 συμμορίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμορίτης
-
20 συμ-μορι-άρχης
συμ-μορι-άρχης, ὁ, der Erste oder der Vorsteher einer συμμορία, Hyperid. bei Poll. 3, 53.
См. также в других словарях:
συμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same pres imperat act 2nd sg συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίᾳ — συμμορίαι , συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορία — η, ΝΑ [σύμμορος] (στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση τής εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και τής επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού… … Dictionary of Greek
συμμορία — η οργανωμένη ομάδα κακοποιών: Τα μέλη της συμμορίας αλληλοεξοντώθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱς , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμορίαι — συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Симмория — (συμμορία) так назывались у афинян в IV веке до Р. Хр. группы граждан, составлявшиеся для двух целей: для собирания военного налога (εισφορά) и для полного снаряжения военных кораблей (τριηραρχία). С. для собирания налога были учреждены в 378 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона