Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

συμμορίᾳ

См. также в других словарях:

  • συμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same pres imperat act 2nd sg συμμορίᾱ , συμμοριάω to be in the same imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίᾳ — συμμορίαι , συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορία — η, ΝΑ [σύμμορος] (στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση τής εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και τής επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού… …   Dictionary of Greek

  • συμμορία — η οργανωμένη ομάδα κακοποιών: Τα μέλη της συμμορίας αλληλοεξοντώθηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱς , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμορία — συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc/acc dual συμμορίᾱ , συμμορία taxation group fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμορίας — συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem acc pl συμμορίᾱς , συμμορία taxation group fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συμμορίᾱν , συμμοριάω to be in the same imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμορίαι — συμμορία taxation group fem nom/voc pl συμμορίᾱͅ , συμμορία taxation group fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμορίαν — συμμορίᾱν , συμμορία taxation group fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Симмория — (συμμορία) так назывались у афинян в IV веке до Р. Хр. группы граждан, составлявшиеся для двух целей: для собирания военного налога (εισφορά) и для полного снаряжения военных кораблей (τριηραρχία). С. для собирания налога были учреждены в 378 г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»