-
1 συμμνήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμνήμων
См. также в других словарях:
συμμνήμων — και δωρ. τ. συμμνάμων, ονος, ὁ, Α αυτός που είχε το αξίωμα τού άρχοντος μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μνήμων «υπάλληλος, αξιωματούχος»] … Dictionary of Greek