Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμμιγείς

См. также в других словарях:

  • συμμιγεῖς — συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμῑγεῖς , συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμιγής mixed up together masc/fem acc pl συμμιγής mixed up together masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμιγείς — συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg συμμῑγείς , συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …   Dictionary of Greek

  • συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»