-
1 ξυμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
-
2 συμμιγης
21) смешанный, разнородный(βοσκήματα Soph.)
κεχωρισμένος ἢ σ. Plat. — обособленный (чистый) или смешанный;αἱματηρὸς πέλανος Σκύθης Θρῄξ τε σ. φόνος Eur. — кровь скифская, смешавшаяся с фракийской;πόνοι νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Aesch. — новые беды, прибавившиеся к старым несчастьям2) смешанный, беспорядочный(ἤχη Plut.)
τεύχη συμμιγῆ Eur. — разбросанные в беспорядке сосуды3) совместный, общий4) плотный, густой(σκιά Plat.; δρυμός Plut.)
5) мутный(ὅ Νεῖλος Plut.)
-
3 αριθμός
ο1) число;ακέραιος αριθμ — целое число;
κλασματικός αριθμ — дробь;
άρτιος (περιττός) αριθμός — чётное (нечётное) число;
συμμιγείς αριθμοί — смешанные числа;
στρογγυλός αριθμός — круглое число;
αφηρημένος αριθμός — отвлечённое число;
διψήφιος αριθμ — двузначное число;
2) количество;σε μεγάλο αριθμό — в большом количестве;
3) цифра;οι αριθμοί — цифровые данные;
4) номер;αριθμός του σπιτιού — номер дома;
αριθμός εφημερίδος — номер газеты;
αύξων αριθμός — порядковый номер;
κατ' αύξοντα αριθμόν — номера по порядку;
αριθμός πρωτοκόλλου — номер протокола;
5) номер, мерка, размер;αριθμός υποδημάτων — номер обуви;
τί αριθμό παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
6) грам, число;ενικός αριθμός — единственное число;
πληθυντικός αριθμός — множественное число
См. также в других словарях:
συμμιγεῖς — συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμῑγεῖς , συμμίγνυμι aor subj pass 2nd sg (epic) συμμιγής mixed up together masc/fem acc pl συμμιγής mixed up together masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμιγείς — συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg συμμῑγείς , συμμίγνυμι aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek
συμμιγής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. ανάμεικτος. 2. «συμμιγείς αριθμοί», αριθμοί που αποτελούνται από ομοειδείς αριθμούς των οποίων οι μονάδες είναι πολλαπλάσια ή υποπολλαπλάσια της ίδιας αρχικής μονάδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)