-
1 συμμεμηχανήσθαι
-
2 συμμεμηχανῆσθαι
См. также в других словарях:
συμμεμηχανῆσθαι — συμμηχανάομαι help to provide perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συμμεμηχανήσθαι
2 συμμεμηχανῆσθαι
συμμεμηχανῆσθαι — συμμηχανάομαι help to provide perf inf mp (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)