Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

συμμαίνομαι

См. также в других словарях:

  • συμμαίνομαι — Α διακατέχομαι από μανία μαζί με άλλον, μαίνομαι κι εγώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μαίνομαι «κατέχομαι από μανία»] …   Dictionary of Greek

  • συμμαινόμεθα — συμμαίνομαι to be mad together pres ind mp 1st pl συμμαίνομαι to be mad together imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαινόμενοι — συμμαίνομαι to be mad together pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαινόμενος — συμμαίνομαι to be mad together pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμανείς — συμμαίνομαι to be mad together aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμανῆναι — συμμαίνομαι to be mad together aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμανέντες — συμμαίνομαι to be mad together aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμαίνεσθαι — συμμαίνομαι to be mad together pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμαίνετο — συμμαίνομαι to be mad together imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεμεμήνει — συμμαίνομαι to be mad together plup ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»