-
1 συμμαχις
-
2 συμμαχίς
συμμαχίςallied: fem nom sg -
3 συμμαχίς
A allied,νῆες Th.8.23
, X.HG1.6.29; ξ. πόλις an allied state, Th.1.98, Isoc.6.52 (pl.), IG22.43.70 (pl.), etc.; also without πόλις, Th.2.2, X.HG7.3.11.II = τὸ ξυμμαχικόν, body of allies, Th.5.36, 110; φευγέτω ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξ. prob. in IG12.10.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμαχίς
-
4 συμμαχίς
συμ-μαχίς, ίδος, ἡ, Bundesgenossin -
5 ξυμμαχίς
συμμαχίς, συμμαχίςallied: fem nom sg -
6 συμμαχίδα
συμμαχίςallied: fem acc sg -
7 συμμαχίδας
συμμαχίςallied: fem acc pl -
8 συμμαχίδες
συμμαχίςallied: fem nom /voc pl -
9 συμμαχίδι
συμμαχίςallied: fem dat sg -
10 συμμαχίδος
συμμαχίςallied: fem gen sg -
11 συμμαχίδων
συμμαχίςallied: fem gen pl -
12 συμμαχίσι
συμμαχίςallied: fem dat pl -
13 συμμαχίσιν
συμμαχίςallied: fem dat pl -
14 ξυμμαχίδα
συμμαχίδα, συμμαχίςallied: fem acc sg -
15 ξυμμαχίδας
συμμαχίδας, συμμαχίςallied: fem acc pl -
16 ξυμμαχίδος
συμμαχίδος, συμμαχίςallied: fem gen sg -
17 ξυμμαχίδων
συμμαχίδων, συμμαχίςallied: fem gen pl -
18 Allied
adj.P. and V. σύμμαχος, before fem. words, P. συμμαχίς.Allied with: P. and V. ἔνσπονδος (gen. or dat.).Allied friends: V. συνασπισταὶ φίλοι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Allied
См. также в других словарях:
συμμαχίς — allied fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίς — ίδος, ἡ, Α (ως ιδιότυπος τ. θηλ. τού σύμμαχος) 1. η σύμμαχος («ἀπὸ τῶν ἐν Κεγχρειᾷ ξυμμαχίδων Πελοποννησίων νεῶν», Θουκ.) 2. το σύνολο τών συμμάχων («φευγέτω ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα», επιγρ.) 3. φρ. «συμμαχὶς πόλις» η σύμμαχη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ξυμμαχίς — συμμαχίς , συμμαχίς allied fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδα — συμμαχίς allied fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδας — συμμαχίς allied fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδες — συμμαχίς allied fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδι — συμμαχίς allied fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδος — συμμαχίς allied fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίδων — συμμαχίς allied fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίσι — συμμαχίς allied fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμαχίσιν — συμμαχίς allied fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)