Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

συμμάχων

  • 1 Hand

    subs.
    P. and V. χείρ, ἡ.
    Left hand: P. and V. ριστερά, V. λαιά, ἡ.
    Right hand: P. and V. δεξιά, ἡ.
    On which hand? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).
    On the right hand: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς.
    On the left hand: P. and V. ἐξ ριστερᾶς; see under Left.
    On either hand: P. ἑκατέρωθεν.
    On the other hand, on the contrary: P. and V. αὖ, Ar. and V. αὖτε.
    At the hands of: P. and V. πρός (gen.). ἐκ (gen.).
    At second hand: see under Second.
    At hand, ready, adj.: P. and V. πρόχειρος.
    Near: use adv. P. and V. ἐγγύς, πλησίον, πέλας; see Near.
    Be at hand: P. and V. παρεῖναι; see be present.
    Hand to hand, adj.: P. στάδιος; adv.: P. συσταδόν.
    The battle was stubborn, and hand to hand throughout: P. ἦν ἡ μάχη καρτερὰ καὶ ἐν χερσὶ πᾶσα (Thuc. 4, 43).
    Off-hand, short in speech, adj.: P. βραχύλογος; on the spur of the moment, adv.: P. and V. φαύλως, P. ἐξ ἐπιδρομῆς, ἐξ ὑπογυίου.
    Get the upper hand: P. and V. κρατεῖν, νικᾶν, P. πλεονεκτεῖν; see Conquer.
    Die by one's own hand: V. αὐτόχειρ θνήσκειν.
    You dared not do this deed of murder with your own hand: V. δρᾶσαι τόδʼ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως (Æsch., Ag. 1635).
    Made by hand, artificial, adj.: P. χειροποίητος.
    Lay hands on, v.: P. and V. ἅπτεσθαι (gen. ἐφάπτεσθαι (gen.), λαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), V. θιγγνειν (gen.) (Xen. but rare P.), ψαύειν (gen.) (rare P.).
    Don't lay hands on me: Ar. μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι (Lys. 893).
    They ought to bear evidence against me with their hands laid on the victims: P. δεῖ αὐτοὺς... ἁπτομένους τῶν σφαγίων καταμαρτυρεῖν ἐμοῦ (Ant. 130).
    Have a hand in, share in, v.: P. and V. μετέχειν (gen.), μεταλαμβνειν (gen.), κοινοῦσθαι (gen. or acc), συμμετέχειν (gen.), V. συμμετίσχειν (gen.).
    Meddle with: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ψαύειν (gen.), θιγγνειν (gen.), ἐπιψαύειν (gen.); see Touch.
    Lift hand against: see raise finger against, under Finger.
    Put in a person's hands, v.: P. ἐγχειρίζειν (τινί, τι).
    Take in hand, v.: Ar. and P. μεταχειρίζειν (or mid.), P. and V. ἐγχειρεῖν (dat.), ἐπιχειρεῖν (dat.), ναιρεῖσθαι, αἴρεσθαι, ἅπτεσθαι (gen.); see Manage, Undertake.
    Having one's hands full, adj.: P. and V. ἄσχολος; see Busy.
    Because they had so many dead on their hands already: P. διὰ τὸ συχνοὺς ήδη προτεθνάναι σφίσι (Thuc. 2, 52).
    They began to get out of hand: P. ἤρξαντο ἀτακτότεροι γενέσθαι (Thuc. 8, 105).
    Keep a tight hand on the allies: P. τὰ τῶν συμμάχων διὰ χειρὸς ἔχειν (Thuc. 2, 13).
    Rule with a high hand: P. ἄρχειν ἐγκρατῶς (absol.) (Thuc. 1, 76)
    Those present carried matters with such a high hand: P. εἰς τοῦτο βιαιότητος ἦλθον οἱ παρόντες (Lys. 167).
    Hand in marriage: use V. γμος, or pl., λέκτρον, or pl., λέχος, or pl.
    A suitor for your hand: V. τῶν σῶν γάμων μνηστήρ (Æsch., P.V. 739).
    Give your sister's hand to Pylades: V. Πυλάδῃ δʼ ἀδελφῆς λέκτρον δός (Eur., Or. 1658).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. παραδιδόναι.
    Hold out, offer: P. and V. ὀρέγειν.
    Hand down: P. and V. παραδιδόναι.
    Hand in (accounts, etc.): P. ἀποφέρειν.
    Hand over: P. and V. παραδιδόναι, ἐκδιδόναι, προστιθέναι.
    Give up: P. and V. φιέναι.
    Hand round: P. and V. περιφέρειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hand

  • 2 Write

    v. trans.
    P. and V. γρφειν.
    Write books, etc.: see Compose.
    Give an account of in writing: P. συγγράφειν (acc.).
    Write poetry: Ar. and P. ποιεῖν.
    Inscribe: Ar. and P. ἐπιγρφειν, P. ἀναγράφειν.
    Write down: Ar. and P. συγγρφειν, P. and V. γρφειν.
    They wrote him down enemy of theirs and their allies: P. ἐχθρὸν αὑτῶν ἀνέγραψαν καὶ τῶν συμμάχων αὐτόν (Dem. 122).
    Write in addition: Ar. and P. παραγρφειν, P. προσγράφειν, προσπαραγράφειν.
    Write in answer: see Answer.
    Write in or on: P. and V. ἐγγρφειν.
    Which ( wanderings) you must write on the recording tablets of your mind: V. ἣν (πλάνη) ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν (Æsch., P. V. 789; cp. Soph., Phil. 1325).
    A tablet with signs written upon it: V. δέλτος ἐγγεγραμμένη συνθήματα (Soph., Trach. 157).
    Write underneath: P. ὑπογράφειν (τί τινι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Write

См. также в других словарях:

  • συμμαχῶν — συμμαχέω to be an ally pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συμμάχων — Σύμμαχος fighting along with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμμάχων — σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυμμάχων — Συμμάχων , Σύμμαχος fighting along with masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμμάχων — συμμάχων , σύμμαχος fighting along with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Περικλής — (Αθήνα περίπου το 490 π.Χ. 429 π.Χ.). Πολιτικός των αρχαίων Αθηνών. Γιος του Ξανθίππου, του νικητή της Μυκάλης*, και της Αγαρίστης, από το γένος των Αλκμεωνιδών, διαπαιδαγωγήθηκε από τον Αναξαγόρα, τον Ζήνωνα και τον Πρωταγόρα και μπήκε στην… …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»