-
1 ξυμβολαιον
τό1) признак, доводσ. πιστόν Her. — достоверный признак;
τὰ οὐκέτ΄ ὄντος συμβόλαια Soph. — симптомы близкой кончины2) преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательствоτὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. — взаимные обязательства;
συμβολαίου λαχεῖν τινα (sc. δίκην) Lys. — предъявить кому-л. иск в связи с контрактом;μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. — без заключения какого-л. договора3) долговое обязательствоσ. ἔγγειον Dem. — заем под земельное обеспечение;
τὰ Ἀθήναζε καὴ τὰ΄ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. — денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин;οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. — уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов4) pl. сношения, делаτὰ τοῦ καθ΄ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. — повседневные деловые отношения;
τὰ περὴ τέν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. — рыночные операции5) связь, отношение(ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.)
-
2 συμβολαιον
τό1) признак, доводσ. πιστόν Her. — достоверный признак;
τὰ οὐκέτ΄ ὄντος συμβόλαια Soph. — симптомы близкой кончины2) преимущ. pl. соглашение, договор, сделка, контракт, обязательствоτὰ πρὸς ἀλλήλους συμβόλαια Plat. — взаимные обязательства;
συμβολαίου λαχεῖν τινα (sc. δίκην) Lys. — предъявить кому-л. иск в связи с контрактом;μηδενὸς συμβολαίου γεγενημένου Lys. — без заключения какого-л. договора3) долговое обязательствоσ. ἔγγειον Dem. — заем под земельное обеспечение;
τὰ Ἀθήναζε καὴ τὰ΄ Αθήνηθεν συμβόλαια Dem. — денежная ссуда под залог грузов, следующих в Афины и из Афин;οἱ ἀποστεροῦντες τὰ συμβόλαια Isocr. — уклоняющиеся от уплаты (своих) долгов4) pl. сношения, делаτὰ τοῦ καθ΄ ἡμέραν βίου συμβόλαια Dem. — повседневные деловые отношения;
τὰ περὴ τέν ἀγορὰν συμβόλαια Arst. — рыночные операции5) связь, отношение(ἔς τινα Eur.; πρὸς γυναῖκα Plut.)
-
3 αποστερεω
(fut. pass. ἀποστερηθήσομαι и ἀποστερήσομαι)1) лишать, отнимать, похищать(τινά τινος Her., Aesch., Xen., τινά τι и τινός τι Xen.)
ἀ. τινα μέ ἂν ποιῆσαί τι Thuc. — лишить кого-л. возможности сделать что-л.2) освобождать, избавлять (от чего-л.), отгонять прочь(γάμον δάϊον Aesch.)
ἀ. τὰ συμβόλαια Isocr. — уклоняться от уплаты долгов3) недоставать, не хвататьτὸ σαφὲς μ΄ ἀποστερεῖ Eur. — у меня нет уверенности
4) лог. делать отрицательный вывод Arst. -
4 ορφανικος
31) сиротский(τύχη, συμβόλαια Plat.)
2) осиротевший(παῖς Hom.)
ἦμαρ ὀρφανικόν Hom. — день осиротения, день, когда (кто-л.) остался сиротой -
5 συμμιγνυμι
1) смешивать, соединять, сочетать(τι καί τι HH., Pind. и τί τινι Her., Aesch., Eur., Plat.)
συμμῖξαι τὰ στρατόπεδα Her. — объединить свои лагери;ἐν ταὐτῷ συμμεμιγμένος Lys. — слившийся воедино;ἐξ ἀμφοῖν συμμιχθείς или συμμισγόμενος Plat. — представляющий собой сочетание обоих;συμμιγέντων τούτων πάντων Her. — когда все это вместе произошло2) тж. pass. вступать в связь(γυναιξί HH.; ἀλλήλοις Plat.)
κακῷ ἐσθλὸν οὐ συμμίγνυται Eur. — с дурным честное не общается;ξ. συμβόλαια Plat. — завязывать деловые сношения3) вступать в переговорыκοινόν τι πρᾶγμα συμμῖξαί τινι Her. — переговорить с кем-л. по одному общему делу;
συμμῖξαι διὰ λόγων τινά Plat. — побеседовать с кем-л.4) встречаться, сближаться, подходить(ἀλλήλοις Diod.; πρός τινα Xen., Arst.)
5) вступать в борьбу, схватываться(ἀλλήλοις Xen.)
συμμισγόντων τῇ ναυμαχίῃ Her. — вступив в морской бой -
6 χρηματικος
I31) денежный, имущественный, материальныйχρηματικέ ζημία Plut. — денежный штраф;
χρηματικὰ συμβόλαια Plut. — денежные сделки;χρηματικέ πενία Plut. — материальная скудость2) занимающийся денежными операциями, ищущий наживы(ἀνήρ Plut.)
IIὅ богач Plut.
См. также в других словарях:
συμβόλαια — συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβόλαια — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβολαίας — συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem acc pl συμβολαίᾱς , συμβόλαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαι' — συμβόλαια , συμβόλαιον mark neut nom/voc/acc pl συμβόλαια , συμβόλαιος of neut nom/voc/acc pl συμβόλαιε , συμβόλαιος of masc voc sg συμβόλαιαι , συμβόλαιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
ιδιωτικός — ή, ό (ΑΜ ιδιωτικός, ή, όν) [ιδιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. 1. «ιδιωτικά… … Dictionary of Greek
σωματεμπορία — Εμπορία του σώματος του ανθρώπου. Αγορά και πώληση ανθρώπων. Εκμετάλλευση γυναίκας ή και παιδιών. Με πρωτοβουλία της Γαλλίας έγινε τον Ιούλιο του 1902 διεθνής διάσκεψη στο Παρίσι, που σύνταξε το κείμενο σύμβασης για την καταδίωξη της σ. των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
образъ — ОБРАЗ|Ъ (2058), А с. 1.Внешний вид. облик: ли ˫ако же мѣдѧна˫а зми˫а. образъ ѹбо имѧше змиинъ. Изб 1076, 227; еи чадо. бѹдеть ти ˫ако же ти с˫а обѣща ан҃глъ ˫авивъс˫а въ образѣ моѥмь. ЖФП XII, 46б; и сему чюду дивуемъсѧ. како ѿ персти создавъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αποκάμνω — (AM ἀποκάμνω) καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι μσν. νεοελλ. 1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ 2. πεθαίνω 3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι 4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ νεοελλ. 1. παύω να υπάρχω,… … Dictionary of Greek