-
61 поселковый
επ.συνοικιακός•поселковый совет συνοικιακό συμβούλιο•
-ая больница συνοικιακό νοσοκομείο.
-
62 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
63 рада
-ы θ.1. παλ.. λαϊκή συνέλευση στην Ουκρανία.2. συμβούλιο (υπουργών κ.τ.τ.).3. αντεπαναστατική οργάνωση (17-18 αι.). -
64 райсовет
-а α.(συντομογραφία): районный совет επαρχιακό συμβούλιο ή αχτιδικό. (της πόλης). -
65 сельсовет
-а α.(сельский совет) το συμβούλιο του χωριού. -
66 совнарком
а α. συμβούλιο λαϊκών επιτρόπων. -
67 созвать
созову, созовшь, παρλθ. χρ. созвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. созванный, βρ: -ван, -а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. (προσ)καλώ•созвать гостей προσκαλώ φιλοξενούμενους•
созвать друзей προσκαλώ τους φίλους.
2. συγκαλώ•созвать парламент συγκαλώ τη Βουλή•
созвать консилиум врачей συγκαλώ συμβούλιο γιατρών.
-
68 старейшина
-
69 экономический
επ.1. οικονομικός•экономический базис οικονομική βάση•
-ие законы οικονομικοί νόμοι•
-ое сотрудничество οικονομική συνεργασία•
-ие требования οικονομικές διεκδικήσεις•
-ая география οικονομική γεωγραφία•
-совет οικονομικό συμβούλιο.
2. βλ. экономный (2 σημ.).3. βλ. экономичный.4. του τσι-φλικάδικου νοικοκυριού. -
70 divan
ανώτατο συμβούλιο, ανακτοβούλιο -
71 jüri
κριτική επιτροπή, συμβούλιο -
72 kabine
υπουργικό συμβούλιο -
73 meclis
βουλή, συμβούλιο, φαγοπότι, παρέα -
74 conseil
1) συμβουλή2) συμβούλιο -
75 rada
1) συμβουλεύω2) συμβουλή3) συμβούλιο4) σύμβουλος -
76 council
1) δήμος2) συμβούλιο -
77 rada
1) συμβουλεύω2) συμβουλή3) συμβούλιο -
78 zarząd
1) δήμος2) διοίκηση3) κατεύθυνση4) κυβέρνηση5) συμβούλιο
См. также в других словарях:
συμβούλιο — το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος] σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως,… … Dictionary of Greek
συμβούλιο — το 1. ομάδα ατόμων που συνέρχονται σε σύσκεψη: Συνήλθε έκτακτα το υπουργικό συμβούλιο. – Αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. 2. «Συμβούλιο της Επικρατείας», ανώτατο δικαστήριο που κρίνει τη συνταγματικότητα των αποφάσεων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της … Dictionary of Greek
Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών — Εκκλησιαστικός οργανισμός που τον ίδρυσαν το 1948 στο Άμστερνταμ αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Κατά τη σχετική διακήρυξη, πρόκειται για αδελφότητα Εκκλησιών οι οποίες ομολογούν πίστη στον Ιησού και επιθυμούν να συνεργαστούν για τη δόξα … Dictionary of Greek
Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης — (ΕΣΡ). Ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα, που συστάθηκε με τον νόμο 1866/1989, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρείτο στο ΕΣΡ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κράτους να ασκεί τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης… … Dictionary of Greek
κούρτη — Συμβούλιο ηγεμόνων κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, που φρόντιζε για τις πολιτικές και, συχνά, για τις δικαστικές υποθέσεις. Απαρτιζόταν από δώδεκα βαρόνους του Μοριά, τους κατώτερους υποτελείς άρχοντες και συνήθως από δύο κληρικούς.… … Dictionary of Greek
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek