-
41 ασφάλεια
η1) надёжность; прочность;ασφάλεια υπολογισμών — надёжность расчётов;
2) безопасность;δημοσία ασφάλεια — общественная безопасность;
Συμβούλιο Ασφαλείας Совет Безопасности;εν ασφάλεία — вне опасности;
3) асфалия, охранка (в Греции);4) гарантия, обеспечение; залог; 5) страхование;ζωής страхование жизни;συμβόλαιο ασφάλείας — страховой полис;
έχω ( — или έβαλα) το σπίτι μου στήν ασφάλεια — мой дом застрахован;
6) страховое общество;7) предохранитель (электрический; у оружия); -
42 δημοτικός
η, ό[ν]1) народный;δημοτική γλώσσα — димотика;
δημοτικό σχολειό — начальная школа;
δημοτικά τραγούδια ( — или άσματα) — народные песни;
2) любимый народом, популярный;3) относящийся к диму, общине; муниципальный; городской;δημοτικό θέατρο — городской театр;
δημοτικές εκλογές — муниципальные выборы;
δημοτικό συμβούλιο — совет дима; — муниципальный совет;
δημοτική αρχή — муниципалитет, городское управление;
δημοτικές αρχές — власти дима; — городские власти
-
43 εποπτικός
-
44 κοινοτικός
-
45 στέμμα
τό1) венец; корона (тж. перен.); Συμβούλιο τού -
46 υπουργικός
η, ό[ν] министерский;υπουργικό συμβούλιο — совет министров;
ο πρόεδρος τού υπουργικού συμβουλίου — премьер-министр; — председатель совета министров;
υπουργικό χαρτοφυλάκιο — министерский портфель;
υπουργική κρίση — правительственный кризис
-
47 board
[bo:d] 1. noun1) (a strip of timber: The floorboards of the old house were rotten.) σανίδι2) (a flat piece of wood etc for a special purpose: notice-board; chessboard.) πίνακας3) (meals: board and lodging.) διατροφή4) (an official group of persons administering an organization etc: the board of directors.) (διοικητικό) συμβούλιο2. verb1) (to enter, or get on to (a vehicle, ship, plane etc): This is where we board the bus.) επιβιβάζομαι σε2) (to live temporarily and take meals (in someone else's house): He boards at Mrs Smith's during the week.) διαμένω (ως οικότροφος)•- boarder- boarding-house
- boarding-school
- across the board
- go by the board -
48 cabinet
['kæbinit]1) (a piece of furniture with shelves and doors or drawers: a filing cabinet.) ερμάριο2) (in Britain and some other countries the group of chief ministers who govern a country: The Prime Minister has chosen a new Cabinet.) υπουργικό συμβούλιο -
49 консилиум
[κανσίλιουμ] ουσ. α συμβούλιο -
50 консилиум
[κανσίλιουμ] ουσ α συμβούλιο -
51 συνελθούσα
(πχ συμβούλιο, χούντα)reunida -
52 безопасность
-и θ.ασφάλεια•находиться в полной -и βρίσκομαι σε πλήρη ασφάλεια•
государственная безопасность η κρατική ασφάλεια•
совет -и ООН το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ•
техника -и τεχνικά μέτρα πρόληψης ατυχημάτων.
-
53 верховный
επ.ανώτατος•-ая власть η ανώτατη εξουσία•
верховный суд το ανώτατο δικαστήριο•
верховный совет το Ανώτατο Συμβούλιο.
-
54 горсовет
-а α.το συμβούλιο της πόλης. -
55 кишлачный
επ.του χωριού, αγροτικός, κοινοτικός• επαρχιακός•-ая школа σχολείο του χωριού•
кишлачный совет το κοινοτικό συμβούλιο.
-
56 консилиум
-а α.συμβούλιο ιατρικό. -
57 магистрат
-а α.δημοτικό συμβούλιο. || αξίωμα κρατικό στην αρχαίαιΡώμη. -
58 министр
-а α.υπουργός•совет -ов υπουργικό συμβούλιο•
заместитель -а υφυπουργός.
(αστ.) υπουργικό κεφάλι (έξυπνος).εκφρ.министр-президент – πρωθυπουργός•министр без портфеля – υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου. -
59 национальность
-и θ.1. λαότητα, εθνότητα.2. εθνικότητα•совет -ей Συμβούλιο τωνεθνοτήτων•
люди разных -ей άνθρωποι διαφόρων εθνοτήτων•
русский по -и ίΡώσος την εθνικότητα•
установить национальность εξακριβώνω την εθνικότητα.
3. εθνική αυθύπαρξη ή χαρακτήραςнациональность искусства ο εθνικός χαρακτήρας της Τέχνης. -
60 педсовет
-а α.παιδαγωγικό συμβούλιο συνεδρίαση του καθηγητικού συλλόγου.
См. также в других словарях:
συμβούλιο — το / συμβούλιον, ΝΜΑ [σύμβουλος] σύνοδος για σύσκεψη, για ανταλλαγή απόψεων και λήψη αποφάσεων (α. «δεν έγιναν γνωστές οι αποφάσεις τού συμβουλίου» β. «ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῑοι συμβούλιον ἔλαβον», ΚΔ γ. «μεστὰ μὲν ἦν τὰ συμπόσια τοῡ βασιλέως,… … Dictionary of Greek
συμβούλιο — το 1. ομάδα ατόμων που συνέρχονται σε σύσκεψη: Συνήλθε έκτακτα το υπουργικό συμβούλιο. – Αποτελεί μέλος του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. 2. «Συμβούλιο της Επικρατείας», ανώτατο δικαστήριο που κρίνει τη συνταγματικότητα των αποφάσεων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
Συμβούλιο της Ευρώπης — Διεθνής οργανισμός, ο οποίος αποβλέπει στη διαφύλαξη και την ανάπτυξη των ιδεωδών και των αρχών, που αποτελούν κοινό κτήμα των Μελών του. Βλ. λ. Ευρώπης, Συμβούλιο της … Dictionary of Greek
Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών — Εκκλησιαστικός οργανισμός που τον ίδρυσαν το 1948 στο Άμστερνταμ αντιπρόσωποι 147 εκκλησιών από 44 χώρες. Κατά τη σχετική διακήρυξη, πρόκειται για αδελφότητα Εκκλησιών οι οποίες ομολογούν πίστη στον Ιησού και επιθυμούν να συνεργαστούν για τη δόξα … Dictionary of Greek
Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης — (ΕΣΡ). Ανεξάρτητη αρχή με έδρα την Αθήνα, που συστάθηκε με τον νόμο 1866/1989, σύμφωνα με τον οποίο παραχωρείτο στο ΕΣΡ το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κράτους να ασκεί τον έλεγχο στη ραδιοτηλεόραση με σκοπό την εξασφάλιση της τήρησης… … Dictionary of Greek
κούρτη — Συμβούλιο ηγεμόνων κατά τη διάρκεια της φραγκοκρατίας, που φρόντιζε για τις πολιτικές και, συχνά, για τις δικαστικές υποθέσεις. Απαρτιζόταν από δώδεκα βαρόνους του Μοριά, τους κατώτερους υποτελείς άρχοντες και συνήθως από δύο κληρικούς.… … Dictionary of Greek
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek