-
1 συμβουλη
ἥ1) совет, наставление Her., Xen., Plat.2) совещание, совместное обсуждение(τινος, περί и ἕνεκά τινος, εἰς συμβουλέν παρακαλεῖν τινα Plat.)
-
2 συμβουλή
η1) совет, рекомендация; наставление;ιατρική συμβουλή — совет врача;
φιλική συμβουλή — дружеский совет;
ακούω την συμβουλή — прислушиваться к совету;
ακολουθώ τίς συμβουλές κάποιου — следовать чьйм-л. советам;
2) консультация;γραφείο συμβουλών — консультация (учреждение);
γραφείο νομικών συμβουλών — юридическая консультация;
δίνω συμβουλή — консультировать, давать консультацию
-
3 συμβουλή
[ симвули] ουσ θ совет, мнение. -
4 ξυμβουλια
-
5 συμβουλια
-
6 λογικός
η, ό[ν]1) разумный, мыслящий; рассудочный; 2) разумный, рассудительный, толковый; благоразумный;λογική εξήγηση — толковое объяснение;
λογική συμβουλή ( — благоразумный совет;
λογικός άνθρωπος — разумный человек;
3) перен. умеренный;λογικες τιμές — умеренные цены;
4) логический, логичный;λογικά επιχειρήματα — логичные доводы;
§ λογικός ειρμός — посл едовательность
-
7 ωφελώ
(ε) μετ. приносить пользу (кому-чему-л,); быть полезным, выгодным (кому-л., для кого-л.); помогать (кому-чему-л.);αυτό ωφελεί την υγεία σου — это полезно для твоего здоровья;
η συμβουλή σου δεν τον ωφέλησε твой совет ему не помог;τί ωφελβί; — к чему?, зачем?, для чего?;
δεν ωφελεί — ни к чему, бесполезно, напрасно;
ωφελούμαι — извлекать пользу, выгоду
См. также в других словарях:
συμβουλῇ — συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… … Dictionary of Greek
συμβουλή — η το να υποδεικνύεται σε κάποιον πώς πρέπει να ενεργήσει: Ζήτησε συμβουλή από τους ειδικούς. – Δεν έδωσε σημασία στις συμβουλές των δασκάλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυμβουλῇ — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβουλή — συμβουλή , συμβουλή counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆι — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαῖς — συμβουλή counsel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαί — συμβουλή counsel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆς — συμβουλή counsel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλήν — συμβουλή counsel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)