-
1 συμβουλή
-
2 συμβουλῇ
-
3 συμβουλή
συμβουλήcounsel: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 συμβουλή
συμβουλή, ῆς, ἡ advice, counsel (s. prec. and three next entries; Hdt. 1, 157 al.; TestSol; GrBar 3:5 ς. δοῦναι; Philo, Fuga 24; Jos., Ant. 19, 192) δέχεσθαι ς. accept advice 1 Cl 58:2.—DELG s.v. βούλομαι. -
5 συμβουλή
συμβουλ-ή, ἡ,= συμβουλία, Hdt.1.157,3.1, Pl.Phdr. 260d, Call. in Διηγήσεις vii 19, etc.: prov., ἱερὸν συμβουλήA counsel is a sacred thing, Ar.Fr.33 (v. ἱερός IV. 11): pl.,συμβουλὰς συμβουλεύειν Pl.Grg. 520d
, cf. Din.1.47.II deliberation, debate,εἰς σ. τοὺς φίλους παρακαλεῖν Pl.Prt. 313a
; σ. πολιτ ικῆς ἀρετῆς a debate on it, ib. 322e;ὅταν περί τινος σ. ᾖ Id.Grg. 455c
;ἕνεκά τινος Id.Lg. 942a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμβουλή
-
6 συμβουλή
adviceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμβουλή
-
7 ξυμβουλή
συμβουλή, συμβουλήcounsel: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
8 συμβουλαί
συμβουλήcounsel: fem nom /voc pl -
9 συμβουλήν
συμβουλήcounsel: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 ξυμβουλή
-
11 ξυμβουλῇ
-
12 συμβουλήι
-
13 συμβουλῆι
-
14 ξυμβουλής
-
15 ξυμβουλῆς
-
16 ξυμβουλαίς
-
17 ξυμβουλαῖς
-
18 ξυμβουλάς
συμβουλά̱ς, συμβουλήcounsel: fem acc pl -
19 συμβουλάς
συμβουλά̱ς, συμβουλήcounsel: fem acc pl -
20 ξυμβουλήν
συμβουλήν, συμβουλήcounsel: fem acc sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συμβουλῇ — συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλή — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συβουλή Ν παραίνεση, προτροπή, υπόδειξη (α. «τά αποφεύγω... με συμβουλή τού γιατρού» β. «ἔγνωσαν συμβουλῆς πέρι ἐς θεὸν ἀνοῑσαι τὸν ἐν Βραγχίδῃσι», Ηρόδ. γ. «ὑπὸ μιᾱς ἀθέσμου συμβουλῆς», Τριώδ.) αρχ. σύσκεψη, συζήτηση.… … Dictionary of Greek
συμβουλή — η το να υποδεικνύεται σε κάποιον πώς πρέπει να ενεργήσει: Ζήτησε συμβουλή από τους ειδικούς. – Δεν έδωσε σημασία στις συμβουλές των δασκάλων του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξυμβουλῇ — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμβουλή — συμβουλή , συμβουλή counsel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆι — συμβουλῇ , συμβουλή counsel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαῖς — συμβουλή counsel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλαί — συμβουλή counsel fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλῆς — συμβουλή counsel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβουλήν — συμβουλή counsel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)