Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

συμβιώσῃ

  • 1 συμβιώση

    συμβιώσηι, συμβίωσις
    living with: fem dat sg (epic)
    συμβιάζομαι
    force into union: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    συμβιόω
    live with: aor subj mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj act 3rd sg
    συμβιόω
    live with: fut ind mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj act 3rd sg
    συμβιόω
    live with: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμβιώση

  • 2 συμβιώσῃ

    συμβιώσηι, συμβίωσις
    living with: fem dat sg (epic)
    συμβιάζομαι
    force into union: fut part act fem dat sg (attic epic ionic)
    συμβιόω
    live with: aor subj mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj act 3rd sg
    συμβιόω
    live with: fut ind mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj mid 2nd sg
    συμβιόω
    live with: aor subj act 3rd sg
    συμβιόω
    live with: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > συμβιώσῃ

См. также в других словарях:

  • συμβίωση — η το να ζουν μαζί δύο άνθρωποι ή δύο λαοί: Έγινε προβληματική η συμβίωση μ αυτήν τη γυναίκα. – Η ειρηνική συμβίωση των δύο λαών διαταράχτηκε από τις επεμβάσεις των ξένων δυνάμεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… …   Dictionary of Greek

  • συμβιώσῃ — συμβιώσηι , συμβίωσις living with fem dat sg (epic) συμβιάζομαι force into union fut part act fem dat sg (attic epic ionic) συμβιόω live with aor subj mid 2nd sg συμβιόω live with aor subj act 3rd sg συμβιόω live with fut ind mid 2nd sg συμβιόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλακεία — Θεσμός που ίσχυε στην αρχαία Ελλάδα παράλληλα με τον γάμο, και που σήμαινε τη χωρίς γάμο συμβίωση άνδρα και γυναίκας. Η παλλακή ή πολλακίδα ήταν κάτι ανάμεσα σε νόμιμη σύζυγο και εταίρα. Η παλλακίδα περιποιόταν τον άνδρα, επειδή η σύζυγος ήταν… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ευυπόκριτος — εὐυπόκριτος, ον (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του 2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση 3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικότητα — η [κοινωνικός] 1. η τάση προς συμβίωση με άλλους ανθρώπους στην κοινωνία και η προσαρμογή στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμβίωση αυτή 2. η ιδιότητα τού κοινωνικού ανθρώπου, η καλή κοινωνική συμπεριφορά και η γνώση τών τρόπων καλής… …   Dictionary of Greek

  • συναγελασμός — ο, ΝΜΑ, και συναγελισμός Α [συναγελάζομαι] η κατ αγέλες συμβίωση νεοελλ. συναναστροφή, συγχρωτισμός με ανθρώπους χαμηλού επιπέδου αρχ. 1. συμβίωση 2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ συναγελασμοί ο σχηματισμός ομάδων παιδιών …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Maria Solomou — Born Athens, Greece Years active 1998 present Maria Solomou (Greek: Μαρία Σολωμού, born in Athens) is a Greek actress who stars in the Greek hit show S1ngles on Mega Channel. She has also acted in a number of Greek films.She is also active in the …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»