-
1 συλλυθήναι
-
2 συλλυθῆναι
См. также в других словарях:
συλλυθῆναι — συλλύω help in loosing aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συλλυθήναι
2 συλλυθῆναι
συλλυθῆναι — συλλύω help in loosing aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)