-
1 συλλογιστικού
-
2 συλλογιστικοῦ
См. также в других словарях:
συλλογιστικοῦ — συλλογιστικός inferential masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συλλογιστικού
2 συλλογιστικοῦ
συλλογιστικοῦ — συλλογιστικός inferential masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)