Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συλλογισμός

См. также в других словарях:

  • συλλογισμός — computation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… …   Dictionary of Greek

  • συλλογισμός — ο 1. ορισμένο είδος λογικής διεργασίας κατά το οποίο από δύο προκείμενες συνάγεται ένα συμπέρασμα κατά λογική ακολουθία: Τρεις είναι οι όροι του συλλογισμού: το υποκείμενο, το κατηγόρημα και ο μέσος όρος. 2. συλλογή, επίμονη σκέψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλογισμοῖς — συλλογισμός computation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοί — συλλογισμός computation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμοῦ — συλλογισμός computation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμούς — συλλογισμός computation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμέ — συλλογισμός computation masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶ — συλλογισμός computation masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῶν — συλλογισμός computation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλογισμῷ — συλλογισμός computation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»