-
1 συλλογισμος
ὅ1) подытоживание, подсчет Diod.2) рассуждение, размышление Plat., Arst.3) лог. силлогизм, умозаключение от общего к частномуἅπαντα πιστεύομεν ἢ διὰ συλλογισμοῦ ἢ ἐξ ἐπαγωγῆς Arst. — всякая наша уверенность покоится или на силлогизме или на индукции
4) лог. умозаключение ( вообще), доказательствоὁ ἐξ ἐπαγωγῆς σ. Arst. — индуктивное умозаключение
-
2 συλλογισμός
συλλογισμόςcomputation: masc nom sg -
3 συλλογισμός
ο1) филос, силлогизм;είναι όλο συλλογισμούς ирон. — он начинён одними умными мыслями;
2) рассуждение;ορθός συλλογισμός — правильное рассуждение;
τό ρίχνω σε συλλογισμούς — пуститься в рассуждения;
3) см. συλλογή 4 -
4 συλλογισμός
-οῦ ὁ N 2 1-0-0-0-1=2 Ex 30,12; Wis 4,20reckoning, calculation Wis 4,20ἐὰν λάβῃς τὸν συλλογισμόν if you take on a calculation, if you compute Ex 30,12 Cf. HAUSPIE 2002, forthcoming; WEVERS 1990, 494; →LSJ Suppl; LSJ RSuppl -
5 συλλογισμός
[силлогизмос] ουσ α мысль, размышление, обдумывание. -
6 συλλογισμός
συλλογ-ισμός, ὁ,A computation, calculation, κατὰ τοὺς τῶν πατέρων ς. according to the (military) ratings of their fathers, D.S.17.94; κατὰ τὸν σ. τοῦ κοινοῦ πολέμου ἔχειν τὰ κτήματα shall have the property according to the assessment of.., SIG364.38 (Ephesus, iii B.C.).3 plan, scheme,συνελογίσατο.. συλλογισμὸν Ἰβηρικὸν καὶ βαρβαρικόν Plb.3.98.3
; οὐ τῇ τύχῃ πιστεύων ἀλλὰ τοῖς ς. Id.10.7.3.II putting together of observed facts, Pl.Cra. 412a;σ. ἐστιν ὅτι τοῦτο ἐκεῖνο Arist.Rh. 1371b9
: generally, inference, Phld.Sign.14, al.2 in the Logic of Arist., a syllogism or deductive argument, defined provisionally as an argument in which, certain things being posited, something different from them necessarily follows, APr. 24b18, cf. 47a34, al.; of several kinds, e.g. ὁ ἀποδεικτικὸς ς. APo. 74b11; ὁ διαλεκτικὸς ς. Top. 100a22; ἐριστικὸς ς. ib. b24; sts. opposed to ἐπαγωγή (q.v.); ὁ ἐξ ἐπαγωγῆς ς. the syllogism which springs out of induction, APr. 68b15;τὸ ἐνθύμημα σ. τις Rh. 1355a8
.III Rhet., inference from written to unwritten law, Hermog.Stat.2, al. (cf. Syrian.in Hermog.2.198 R., al.): pl., ib.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συλλογισμός
-
7 συλλογισμός
συλ-λογισμός, ὁ, das Zusammenrechnen, Schließen, Folgern aus Vordersätzen, übh. die Beurteilung, Überlegung -
8 συλλογισμός
1) reasoning2) syllogismΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συλλογισμός
-
9 συλλογισμοί
συλλογισμόςcomputation: masc nom /voc pl -
10 συλλογισμούς
συλλογισμόςcomputation: masc acc pl -
11 συλλογισμέ
συλλογισμόςcomputation: masc voc sg -
12 συλλογισμόν
συλλογισμόςcomputation: masc acc sg -
13 ενθυμημα
1) мысль, размышление, рассуждение(τῇ λέξει καὴ τοῖς ἐνθυμήμασιν Isocr.)
2) (новая) мысль, выдумка, замысел, план(τὸ μέν ἐ. χαρίεν, τὸ δ΄ ἔ. ἀδύνατον Xen.)
3) указание, наставление(ἀπό τινος Soph.)
4) довод, доказательство, признак5) лог. (тж. συλλογισμὸς ῥητορικός Arst.) энтимема, риторическое, т.е. предположительное умозаключение(ἐ. ἐστι συλλογισμὸς ἐξ εἰκότων ἢ σημείων Arst.)
6) лог. энтимема, умозаключение от противного (ex contrariis conclusa, quae enthymemata appellant Cic.)7) поздн., лог. энтимема, неполный силлогизм (syllogismus imperfectus) -
14 συλλογισμώ
συλλογισμόςcomputation: masc gen sg (doric aeolic)——————συλλογισμόςcomputation: masc dat sg -
15 ἐπιλογισμός
ἐπιλογ-ισμός, ὁ,A reckoning, calculation, Arist.Pol. 1322b35 codd. (pl.); of dates, D.H.1.74 (pl.);τῆς αἰτίας Plu.2.435b
;τῶν φαινομένων Phld.Sign.22
;ἐξ ἐπιλογισμοῦ Ph.1.168
, al., J.AJ15.10.2: generally, reflection, consideration, opp. ἀπόδειξις, Epicur.Ep.1p.25U.,cf.Sent.20, Phld.Ir.p.92 W. (pl.); κατ' ἐπιλογισμὸν οὐδένα on no fixed or reasoned principle, Heph. 16.1;μηδεμίαν ἐπιστροφὴν μηδ' ἐ. ἔχων Chrysipp.Stoic.3.187
; ἐπιλογισμός defined as a generally accepted inference, Stoic.2.89, cf. Gal. Sect.Intr.5, Menodot. ap. eund.Subf.Emp.12: practically, = συλλογισμός,ὃ διὰ τοιούτου τινὸς ἐ. συνεβίβαζον οἱ Πυθαγορικοί Theol.Ar.47
; but perh. of inductive reasoning, opp. συλλογισμός, Phld.Herc.1003; higher reasoning, opp. λογισμός, Plot.1.3.6.2. signification, Iamb. Protr.21.ί.3. description, account, Apollod.Poliorc.138.13 (pl.), Erasistr. ap. Gal.8.317.II. afterthought, later consideration, opp. προλογισμός, Hierocl. in CA18p.460M.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιλογισμός
-
16 σωρικός
σωρικός, vom Hansen, zum Haufen gehörig; σωρικὴ ἀπορία, = σωρείτης, συλλογισμός, S. Emp. adv. gramm. 68.
-
17 σωρείτης
σωρείτης, ὁ, gehäuft, haufenweise; bes. hieß ein Trugschluß in der Dialektik συλλογισμὸς σωρείτης, der Häufelschluß, sorites, Luc. Conv. 23.
-
18 ἐν-θῡμηματικός
ἐν-θῡμηματικός, ή, όν, aus rhetorischen Schlüssen, Enthymemen bestehend, ῥητορεῖαι Arist. rhet. 1, 2; δῆλον ὅτι ὁ μάλιστα τοῠτο δυνάμενος ϑεωρεῖν, ἐκ τίνων καὶ πῶς γίγνεται συλλογισμός, οὗτος καὶ ἐνϑυμηματικὸς ἂν εἴη μάλιστα, 6, 1, ein sentenzenreicher, schlagender Redner; – auch adv., ibd. 3, 17.
-
19 βιαστικος
31) принудительный(νόμος Plat.)
2) неодолимый(συλλογισμός Arst.: αἰτία Plut.)
3) буйный, насильственный(τῶν ζῴων τὰ βιαστικώτερα Arst.)
-
20 ελεγχος
I- εος τό1) позор, бесчестие, бесславие Hom., Pind.2) ( в обращении) низкий человек, жалкий трус(κάκ΄ ἐλέγχεα Hom., Hes.)
IIὅ1) опровержениеὁ ἔ. ἀντιφάσεως συλλογισμός Arst. — опровержение есть силлогизм отрицания;
τὰ ψευδῆ ἔλεγχον ἔχει Thuc. — ложь сама себя опровергает;ἔλεγχον παραδιδόναι τινί Plat. — дать кому-л. слово для возражения2) довод, доказательствоεἰς ἔλεγχον χειρὸς καὴ ἔργου μολεῖν Soph. — доказывать делом3) улика(οἱ περὴ Παυσανίαν ἔλεγχοι Thuc.)
εἰς ἔλεγχον μέ πέσῃ φοβούμενος Eur. — боясь быть уличенным4) pl. (из)обличение(τῶν πονηρῶν Plut.)
5) испытание, рассмотрение, разборεἰς ἔλεγχον ἐξιὼν ὁρῶ … Soph. — разобравшись, я вижу, что …;
ἐπί τινος ἔλεγχον λαβεῖν Plut. — убедиться на основании чего-л.;διδόναι ἔλεγχον τοῦ βίου Plat. — дать отчет о своей жизни (ср. 2)
См. также в других словарях:
συλλογισμός — computation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμός — Σύμφωνα με τον ορισμό που πρώτος έδωσε ο Αριστοτέλης, σ. είναι ένας τρόπος σκέψης, όπου, αφού τεθούν δύο προτάσεις, ακολουθεί ένα συμπέρασμα διαφορετικό από τις προτάσεις και αναγκαίο. Τόσο οι προτάσεις όσο και το συμπέρασμα αποτελούνται από… … Dictionary of Greek
συλλογισμός — ο 1. ορισμένο είδος λογικής διεργασίας κατά το οποίο από δύο προκείμενες συνάγεται ένα συμπέρασμα κατά λογική ακολουθία: Τρεις είναι οι όροι του συλλογισμού: το υποκείμενο, το κατηγόρημα και ο μέσος όρος. 2. συλλογή, επίμονη σκέψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συλλογισμοῖς — συλλογισμός computation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμοί — συλλογισμός computation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμοῦ — συλλογισμός computation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμούς — συλλογισμός computation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμέ — συλλογισμός computation masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῶ — συλλογισμός computation masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῶν — συλλογισμός computation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλογισμῷ — συλλογισμός computation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)