Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

συκοφαντικῶν

См. также в других словарях:

  • συκοφαντικῶν — σῡκοφαντικῶν , συκοφαντικός typical of a fem gen pl σῡκοφαντικῶν , συκοφαντικός typical of a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Μανιάκης, Γεώργιος — (11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έδρασε την περίοδο της παρακμής της Μακεδονικής δυναστείας, θεωρούμενος ως ένας από τους τελευταίους σημαντικούς στρατιωτικούς. Οι πρώτες επιχειρήσεις του Μ. διεξήχθησαν στη Συρία, με αλλεπάλληλες νίκες οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»