-
1 συκοφαντικαίς
-
2 συκοφαντικαῖς
См. также в других словарях:
συκοφαντικαῖς — σῡκοφαντικαῖς , συκοφαντικός typical of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 συκοφαντικαίς
2 συκοφαντικαῖς
συκοφαντικαῖς — σῡκοφαντικαῖς , συκοφαντικός typical of a fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)