-
1 συγ-χαρίζομαι
συγ-χαρίζομαι, dep. med., zugleich od. mit Andern gefällig sein, Plut. de audit. 8 p. 146 τοῦ λόγου τὸ συγκεχαρισμένον καὶ προςφιλές.
-
2 συγχαρίζομαι
συγ-χαρίζομαι, zugleich od. mit anderen gefällig sein -
3 συγχαριζομαι
быть милостивым, благосклоннымτὸ συγκεχαρισμένον Plut. — благосклонность, ласковость