-
1 συγ-κερκίζω
συγ-κερκίζω, zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.
-
2 συγκερκίζω
-
3 συγκερκιζω
досл. ткать вместе, сплетать воедино, перен. сочетать, соединять(τὰ σώφρονα ἤθη τιμαῖς Plat.)
1 συγ-κερκίζω
συγ-κερκίζω, zusammenweben, ὁμοδοξίαις, Plat. Polit. 310 e.
2 συγκερκίζω
3 συγκερκιζω
(τὰ σώφρονα ἤθη τιμαῖς Plat.)