-
1 συγ-κεραυνόω
συγ-κεραυνόω, zusammendonnern, δρυΐνους συγ-κεραυνοῠσαι κλάδους, Eur. Bacch. 1101; betäuben, οἴνῳ φρένας συγκεραυνωϑείς, Archil. 38; καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν, Cratin. bei Ath. XI, 494 c, ich will sie zerschmettern, wie der Donner.
-
2 κεραυνόω
V 0-0-1-0-0=1 Is 30,30to strike with thunderbolts, to lighten(→συγ-,,) -
3 συγκεραυνόω
συγ-κεραυνόω, zusammendonnern; betäuben; καὶ τοὺς καδίσκους συγκεραυνώσω σποδῶν, ich will sie zerschmettern, wie der Donner -
4 συγκεραυνοω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский