-
1 συγ-κατα-πολεμέω
συγ-κατα-πολεμέω, mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.
-
2 συγκαταπολεμέω
συγ-κατα-πολεμέω, mit oder zugleich bekriegen, überwinden
1 συγ-κατα-πολεμέω
συγ-κατα-πολεμέω, mit oder zugleich bekriegen, überwinden, Sp.
2 συγκαταπολεμέω