-
1 συγ-κατα-κτείνω
συγ-κατα-κτείνω (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.
-
2 συγκατακτείνω
συγ-κατα-κτείνω, mit od. zugleich töten
1 συγ-κατα-κτείνω
συγ-κατα-κτείνω (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; συγκατακτὰς βοτὰ καὶ βοτῆρας, Soph. Ai. 226, συγκατέκτανον, Eur. Or. 1089.
2 συγκατακτείνω