-
1 συγ-κατα-θνήσκω
συγ-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, Ἕκτορι μὲν Τροίη συγκάτϑανεν, Archi. 35 (VII, 139).
-
2 συγκαταθνήσκω
συγ-κατα-θνήσκω, mit od. zugleich sterben
1 συγ-κατα-θνήσκω
συγ-κατα-θνήσκω (s. ϑνήσκω), mit od. zugleich sterben, Ἕκτορι μὲν Τροίη συγκάτϑανεν, Archi. 35 (VII, 139).
2 συγκαταθνήσκω