-
1 συγ-κατα-γηράσκω
συγ-κατα-γηράσκω, = Folgdm; Her. 1, 203; Epicur. bei D. L. 10, 20; βίῳ ἀπόρῳ, Men. bei Plut. tranquill. 3.
-
2 συγ-κατα-γηράω
συγ-κατα-γηράω (s. γηράσκω), wie συγγηράω, mitaltern, bis ins Alter mit Einem leben, συγκαταγηράσασαν, Is. 2, 7.
-
3 συγκαταγηράω,
συγ-κατα-γηράω, u. συγ-κατα-γηράσκω, mitaltern, bis ins Alter mit einem leben -
4 συγκαταγηράσκω
συγ-κατα-γηράω, u. συγ-κατα-γηράσκω, mitaltern, bis ins Alter mit einem leben
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий