-
1 συγ-καλλύνω
συγ-καλλύνω, zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.
-
2 συγκαλλύνω
συγ-καλλύνω, zusammen kehren, fegen
1 συγ-καλλύνω
συγ-καλλύνω, zusammen kchren, scgen, Arist. probl. 24, 9, τὰ διαῤῥιπτόμενα.
2 συγκαλλύνω