-
1 συγ-καθ-αρμόζω
συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen. Bei Soph. Ai. 922 = mit zur Erde bestatten, πεπτῶτ' ἀδελφὸν τόνδε συγκαϑαρμόσαι.
-
2 συγκαθαρμόζω
συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen; mit zur Erde bestatten
1 συγ-καθ-αρμόζω
συγ-καθ-αρμόζω, mit od. zugleich anpassen. Bei Soph. Ai. 922 = mit zur Erde bestatten, πεπτῶτ' ἀδελφὸν τόνδε συγκαϑαρμόσαι.
2 συγκαθαρμόζω