Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

συγ-γίγνομαι

См. также в других словарях:

  • παγγενής — παγγενής, ές (Α) 1. ο κάθε είδους, παντοειδής 2. (η αιτ. ως επίρρ.) παγγενῆ με ολόκληρο το γένος ή με όλα τα γένη. επίρρ... παγγενῶς (Μ) με κάθε γένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γενής (< γένος < γίγνομαι), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • προσγενής — ές, ΜΑ 1. συγγενικός 2. (ιδίως το αρσ. ως ουσ.) ὁ προσγενής ο συγγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συγ γενής] …   Dictionary of Greek

  • υπεργενής — ές, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από ό,τι είναι σχετικό με δημιουργήματα, με τον φυσικό κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. κατα γενής, συγ γενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»