-
1 συγχωρημα
-
2 συγχώρημα
συγχώρημαconcession: neut nom /voc /acc sg -
3 συγχώρημα
A concession, Plb.5.67.8, al.;σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10
;περί τινος Id.1.85.3
;σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3
;σ. τιμῆς Plu.Publ. 20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχώρημα
-
4 συγχώρημα
συγ-χώρημα, τό, das Nachgegebene, Erlaubnis, Urlaub -
5 συγχωρήματα
συγχώρημαconcession: neut nom /voc /acc pl -
6 συγχωρήματι
συγχώρημαconcession: neut dat sg -
7 συγ-χώρημα
συγ-χώρημα, τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.
См. также в других словарях:
συγχώρημα — concession neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχώρημα — τὸ, Α [συγχωρῶ] 1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.) 2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.) … Dictionary of Greek
συγχωρήματα — συγχώρημα concession neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγχωρήματι — συγχώρημα concession neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)