-
1 извинить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. извиненный, βρ: -нён, -нена, -нено.1. συγχωρώ•-йте! συγγνώμη!•
прошу извинить меня за беспокойство ζητώ συγγνώμη για την ενόχληση•
-те что я пришл не во время με συγχωρείτε που ήρθα σε ακατάλληλ.η ώρα.
εκφρ.извини(те); нет, извините; нет уж (это) извините извинить – (για διαφωνία, διαμαρτυρία) με συγχωρείτε; όχι με συγχωρείτε, με συγχωρεί η αγάπη σας•извините за выражение – με συγχωρείτε για την έκφραση.1. ζητώ συγγνώμη.2. παλ. δικαιολογούμαι (ζητώ συγγνώμη δικαολογούμενος). -
2 беспокоить
беспокоить 1) (волновать) ανησυχώ, στενοχωρώ меня -ит... με ανησυχεί... 2) (ме шать ) ενοχλώ извините, что \беспокоитью вас... με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ \беспокоитьиться 1) (вол новаться ) ανησυχώ не \беспокоитьй тесь έννοια σας, μη σας ενοχλεί 2) (утруждать себя) κάνω τον κόπο, ενοχλούμαι* * *1) ( волновать) ανησυχώ, στενοχωρώменя́ беспоко́ит... — με ανησυχεί...
2) ( мешать) ενοχλώизвини́те, что беспоко́ю вас... — με συγχωρείτε, που σας ενοχλώ
-
3 беспокойство
беспокойство с 1) (волне ние ) η ανησυχία 2) (наруше ние покоя) η ταραχή, η ενό χληση простите за \беспокойство με συγχωρείτε που σας ενοχλώ* * *с1) ( волнение) η ανησυχία2) ( нарушение покоя) η ταραχή, η ενόχλησηпрости́те за беспоко́йство — με συγχωρείτε που σας ενοχλώ
-
4 заставить
заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε* * *= заставлятьαναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
-
5 извинить
извинить, извинять συγχωρώ извините! συγνώμη!, με συγχωρείτε! \извиниться ζητώ συγνώμη* * *= извинятьизвини́те! — συγνώμη!, με συγχωρείτε!
-
6 простить
прости́||тьсов см. прощать· \проститьте! συγ-γνώμην!, μέ συγχωρείτε!· \проститьте за беспокойство μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση. -
7 простить
прости́те! — με συγχωρείτε!, συγνώμη!
-
8 беспокойство
беспоко́й||ствос1. (озабоченность) ἡ ἀνησυχία, ἡ ἐγνοια;2. (волнение) ἡ ταραχή, ἡ ἀνησυχία:испытывать \беспокойствоство εἶμαι ἀνήσυχος;3. (нарушение покоя) ἡ διατάραξη τής ήσυχίας, ἡ ἐνόχληση [-ις]:причинять \беспокойствоство προξενώ ἀνησυχία; простите за \беспокойствоство! μέ συγχωρείτε γιά τήν ἐνόχληση! -
9 виноватый
винова́т||ыйприл ἔνοχος, φταίχτης:\виноватый взгляд τό Ενοχο βλέμμα· с \виноватыйым видом μέ ἐνοχο ὕφος· быть \виноватыйым εἶμαι φταίχτης, εἶμαι ἐνοχος· я виноват перед вами ἐγώ φταίω· кто виноват? ποιος φταίει;· ◊ виноват! συγγνώμην!, μέ συγχωρείτε! -
10 извинениеить
извинение||и́тьсов см. извинять· \извинениеитьи́те меня, пожалуйста! σᾶς ζητώ συγγνώμη!, μέ συγχωρείτε!, <η-Τ)'νώμηΙ, νά μέ συμπαθάτε!· и у уж \извинениеить-ите1 й. ὄχι νά μέ συμπαθάτε. -
11 ничего
ничего́ Iмест. род. п. от ничто.ничего́ II1. нареч (неплохо, сносно) ἀρκετά καλά, καλούτσικα:он чу́вствовал себя \ничего αἰσθάνονταν καλούτσικα·2. предик безл:вам все \ничего δέν δίνετε σημασία σέ τίποτε· простите, я вас побеспокоил?\ничегоничего! μέ συγχωρείτε, σᾶς ἀνησύχησα; \ничего παρακαλώ! -
12 прощение
прощени||ес ἡ συγχώρηση [-ις], ἡ συγγνώμη, ἡ ᾶφεση [-ις]:прошу́ \прощениея μέ συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμην. -
13 беспокойство
-а ουδ.1. ανησυχία, ταραχή•испытывать беспокойство ανησυχώ, έχω ανησυχία, είμαι ταραγμένος.
2. φροντίδα, έγνοια, σκέψη. || ενόχληση•простите за беспокойство με συγχωρείτε για την ενόχληση.
-
14 взыскать
взыскать 1взыщу, взышешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взысканный, βρ: -кан, -а, -о, ρ.σ.1. εισπράττω, παίρνω αναγκαστικά•взыскать долг εισπράττω το χρέος.
2. τιμωρώ, επιβάλλω,ποινή.εκφρ.не взыши(те) – μην παραξηγείς, -είτε, να με συγχωρείς, -είτε•уж вы не -ите, другого угощенья нет – να μας συγχωρείτε, τίποτε άλλο δεν έχομε να σας κεράσουμε.взыскать 2ρ.σ.μ. (βλ. κλίση взыскать 1)παλ. ανταμείβω. -
15 гнев
-а α.θυμός, οργή•вспышка -а ξέσπασμα οργής•
не помнить себя в -е γίνομαι έξω φρενών•
подпасть под чей-л. -πέφτω σε ε-ξοργισμένον•
навлечь на себя гнев επισύρω την οργή•
гнев божий οργή θεού•
воспламенить гнев ανάβω το θυμό•
сдерживать свой гнев συγκρατώ το θυμό•
излить свой гнев ξεσπώ το θυμό•
сменить гнев на милость ξεθυμώνω, μαλακώνω•
не во гнев будь сказано (με συγχωρείτε) δεν το είπα για να θυμώσετε.
-
16 нескромный
επ., βρ: -мен, -мна -мно.1. άσεμνος, άκοσμος, αήθης• αδιάκριτος•извините за нескромный вопрос με συγχωρείτε για αδιάκριτη ερώτηση.
2. ματαιόδοξος• καυχησιάρης.3. αδιάντροπος, άσεμνος, απρεπής, αναιδής. -
17 прогневать
ρ.σ.μ.(απλ.) θυμώνω, παροργίζω, παροξύνω.θυμώνω, παροργίζομαι.εκφρ.не -айся – α) παλ. με συγχωρείτε (μη θυμώνετε, β) ειρν. μη θυμώνεις (εσύ ο ίδιος φταις)•не послушался меня, теперь уже не -айся – δε με άκουσες, τώρα πια μη θυμώνεις. -
18 прослушать
ρ.σ.μ.1. ακούω•прослушать оперу ακούω μελόδραμα.
2. ακροώμαι•прослушать лёгкие, сердце ακούω τα πνευμόνια, την καρδιά•
прослушать механизм ακούω το μηχανισμό (τον χτύπο).
3. παρακολουθώ•прослушать курс высшей математики ακούω μαθήματα ανώτερων μαθηματικών.
4. δεν ακούω καλά.• παρακούω•простите, я -ал, что вы сказали; повторите, пожалуйста με συγχωρείτε, δεν άκουσα καλά τι είπατε• πείτε το πάλι, σας παρακαλώ.
5. ακούω (για ένα χρον. διάστημα).
См. также в других словарях:
συγχωρεῖτε — συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres opt act 2nd pl συγχωρέω come together pres ind act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Semicolon — A semicolon ( ; ) is a conventional punctuation mark with several usages. The Italian printer Aldus Manutius the Elder established the practice of using the semicolon mark to separate words of opposed meaning, and to indicate interdependent… … Wikipedia
παρντόν — και μπαρντόν και μπαρδόν και παρδόν 1. (σε εκφράσεις φιλοφροσύνης) συγγνώμη, με συγχωρείτε 2. (ερωτημ.) πώς είπατε; [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pardon] … Dictionary of Greek
συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… … Dictionary of Greek
συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… … Dictionary of Greek
συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… … Dictionary of Greek
Γερμανός, Φρέντυ — (Αθήνα 1934 – Αθήνα 1999). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος εκπρόσωπος του χιουμοριστικού διηγήματος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τηλεόρασης. Ξεκίνησε να γράφει το 1952, σε ηλικία 18 ετών, αρχικά… … Dictionary of Greek
αργοπορώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., φτάνω καθυστερημένος: Να με συγχωρείτε που αργοπόρησα. 2. μτβ., κάνω κάποιον ν αργήσει: Τους είχε αργοπορήσει το τρένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγνωρίζω — παραγνώρισα, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος 1. κάνω λάθος στην αναγνώριση, παρομοιάζω: Με συγχωρείτε, σας παραγνώρισα. 2. ξεπερνώ σε οικειότητα τα ανεκτά όρια: Νομίζω πως τελευταία παραγνωριστήκαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρντόν — (λ. γαλλ.), συγγνώμη, με συγχωρείτε: Παρντόν, κύριε, να περάσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)