Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

συγχωρείτε

См. также в других словарях:

  • συγχωρεῖτε — συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres opt act 2nd pl συγχωρέω come together pres ind act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres imperat act 2nd pl (attic epic) συγχωρέω come together pres …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Semicolon — A semicolon ( ; ) is a conventional punctuation mark with several usages. The Italian printer Aldus Manutius the Elder established the practice of using the semicolon mark to separate words of opposed meaning, and to indicate interdependent… …   Wikipedia

  • παρντόν — και μπαρντόν και μπαρδόν και παρδόν 1. (σε εκφράσεις φιλοφροσύνης) συγγνώμη, με συγχωρείτε 2. (ερωτημ.) πώς είπατε; [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pardon] …   Dictionary of Greek

  • συγγνώμη — η, ΝΜΑ, και συγνώμη Ν, και αττ. τ. ξυγγνώμη Α [συγγιγνώσκω] άφεση, χάρη αδικήματος ή παραπτώματος, συγχώρηση νεοελλ. 1. (αστ. δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης με την οποία ο προσβεβλημένος από παράπτωμα αναγόμενο από τον νόμο σε λόγο λύσης μνηστείας,… …   Dictionary of Greek

  • συγχωρώ — συγχωρῶ, έω, ΝΜΑ, και συχωρώ και σ(υ)(γ)χωρνώ και σχωρώ, άω, Ν [χωρῶ] 1. απαλλάσσω κάποιον από σφάλμα του, παρέχω συγγνώμη, δίνω άφεση αμαρτιών (α. «σού τό συγχωρώ για τελευταία φορά» β. «συγχωρεῑν ἁμαρτήματα», Αποφθεγμ. Πατέρ.) 2. επιτρέπω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συμπάθιο — και δ. γρφ. συμπάθειο, το, Ν 1. συγγνώμη, συγχώρηση («συμπάθιο πρώτα σού ζητώ, κερά και θυγατέρα», Ερωτόκρ.) 2. φρ. «με το συμπάθιο» με συγχωρείτε, ζητώ συγγνώμη 3. παροιμ. φρ. «απ τον καιρό που βγήκε το συμπάθιο χάθηκε η ευγένεια» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός, Φρέντυ — (Αθήνα 1934 – Αθήνα 1999). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο Γ. θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος εκπρόσωπος του χιουμοριστικού διηγήματος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής τηλεόρασης. Ξεκίνησε να γράφει το 1952, σε ηλικία 18 ετών, αρχικά… …   Dictionary of Greek

  • αργοπορώ — ησα, ημένος 1. αμτβ., φτάνω καθυστερημένος: Να με συγχωρείτε που αργοπόρησα. 2. μτβ., κάνω κάποιον ν αργήσει: Τους είχε αργοπορήσει το τρένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγνωρίζω — παραγνώρισα, παραγνωρίστηκα, παραγνωρισμένος 1. κάνω λάθος στην αναγνώριση, παρομοιάζω: Με συγχωρείτε, σας παραγνώρισα. 2. ξεπερνώ σε οικειότητα τα ανεκτά όρια: Νομίζω πως τελευταία παραγνωριστήκαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρντόν — (λ. γαλλ.), συγγνώμη, με συγχωρείτε: Παρντόν, κύριε, να περάσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγνώμη — συγγνώμη, η και συγνώμη, η 1. συγχώρηση, άφεση παραπτώματος: Σου ζητώ συγνώμη για το κακό που σου έκανα. 2. «Συγνώμη», με συγχωρείτε: Συγνώμη, να περάσω! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»