-
1 συγχωννύω
συγ-χώννῡμι u. συγχωννύω, zusammen-, verschütten; zuschütten; zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen -
2 συγ-χώννῡμι
συγ-χώννῡμι und συγχωννύω (s. χώννυμι), ion. συγχόω, zusammen-, verschütten; κῠμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοϑίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., οἰκία συγκεχωσμένα, 8, 144.
-
3 συγχώννῡμι
συγ-χώννῡμι u. συγχωννύω, zusammen-, verschütten; zuschütten; zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen
См. также в других словарях:
συγχωννύω — ΜΑ βλ. συγχώννυμι … Dictionary of Greek
συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… … Dictionary of Greek