-
1 συγχωλαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγχωλαίνω
См. также в других словарях:
συγχωλαίνω — ΜΑ (μετρ.) χωλαίνω μαζί με άλλον («ἀλλ ἔοικε θελῆσαι μᾱλλον συγχωλᾱναι τῷ ὁμηρικῷ μέτρῳ», Ευστ.) … Dictionary of Greek
συγχωλεύω — Α συγχωλαίνω* («οὐδὲ ταῑς συλλαβαῑς συγχωλεύων ὁ λογισμὸς ἑωρᾱτο», Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωλεύω (< χωλός)] … Dictionary of Greek