-
1 συγξεω
См. также в других словарях:
συγξέω — Α 1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα 2. παθ. συγξέομαι (για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ξέω «ξύνω, λειαίνω»] … Dictionary of Greek
συγξέεται — συγξέω smooth by scraping pres ind mp 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek