1 συγξαινω
(ἔρια Crates ap. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > συγξαινω
συγξαίνω — Α [ξαίνω] ξαίνω μαλλί με εργαλείο ή μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek