-
1 συγκτυπέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκτυπέω
-
2 συγκτυπείται
-
3 συγκτυπεῖται
См. также в других словарях:
συγκτυπεῖται — συγκτυπέω clang together pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)