-
1 συγκραδαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκραδαίνω
См. также в других словарях:
συγκραδαίνω — Α κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»] … Dictionary of Greek
1 συγκραδαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκραδαίνω
συγκραδαίνω — Α κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»] … Dictionary of Greek