-
1 συγκρούσιος
σύγκρουσιςcollision: fem gen sg (epic doric ionic aeolic)συγκρούσιοςaccompanied by clapping of the hands: masc nom sg -
2 συγκρούσιος
A accompanied by clapping of the hands, immoderate mirth, Zen.2.100, Diogenian.3.76; γέλως συγκροτούσιος, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκρούσιος
-
3 συγκροτούσιος
A v. συγκρούσιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκροτούσιος
См. также в других словарях:
συγκρούσιος — σύγκρουσις collision fem gen sg (epic doric ionic aeolic) συγκρούσιος accompanied by clapping of the hands masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρούσιος — και, κατά το λεξ. Σούδα, συγκροτούσιος, ὁ, Α [σύγκρουσις] (ενν. γέλως] άτακτο γέλιο χωρίς κοσμιότητα κατά το οποίο χτυπούσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους … Dictionary of Greek