Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

συγκρούσιος

См. также в других словарях:

  • συγκρούσιος — σύγκρουσις collision fem gen sg (epic doric ionic aeolic) συγκρούσιος accompanied by clapping of the hands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρούσιος — και, κατά το λεξ. Σούδα, συγκροτούσιος, ὁ, Α [σύγκρουσις] (ενν. γέλως] άτακτο γέλιο χωρίς κοσμιότητα κατά το οποίο χτυπούσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»