-
1 συγκροτεί
συγκροτέωstrike together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 συγκροτεῖ
συγκροτέωstrike together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκροτέωstrike together: pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 συγκρότει
συγκροτέωstrike together: pres imperat act 2nd sg (attic epic)συγκροτέωstrike together: pres imperat act 2nd sg (attic epic)συγκροτέωstrike together: imperf ind act 3rd sg (attic epic)συγκροτέωstrike together: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
4 συγκροτέω
A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands for joy, X.Cyr.2.2.5, Ath.10.420c;ταῖς χερσίν LXXNu.24.10
; smite them together in grief or anger, Luc.Somn.14; σ. τοὺς ὀδόντας ὑπὸ τρόμου, ὑπὸ τοῦ κρύους, Id.JTr.45, Cat.20.2 abs., clap, applaud, Polem.Call.62; join in applauding, Eun.VSp.484B.:—[voice] Pass., to be applauded, X.Smp.8.1.2 metaph., σ. ὀνόματα weld words together into unities, Pl.Cra. 409c, 415d, 416b; of style, λέξις συγκεκροτημένη pithy, terse, D.H.Dem.18, Isoc.2, etc.c weld a number of men into one body, i.e. organize them,τὸν χορόν D.21.17
;σύνδειπνον Plu.2.528b
([voice] Pass.);πότον Luc. Gall.12
([voice] Pass.);ξυνωμοσίαν Id.Phal.1.4
;γάμους Ach.Tat.2.11
; esp. of military or naval forces, collect, levy, σ. δύναμιν, στράτευμα, Hdn.1.9.1, 2.14.6, cf. Aristid.2.157J.; μίαν Λάκαινάν τις ὑβρίζων κοινὸν πόλεμονἐφ' ἑαυτὸν συγκροτεῖ Chor.29.80
F.-R.:—[voice] Pass.,ἐκεῖνό μοι φράσον, εἰ πάλαι ξυγκροτεῖται αὐτοῖς ἡ ἔρις Luc.JTr.33
; πόλεμος.. ἐπὶ ὑπηκόους συνεκροτεῖτο was being waged against subjects, Chor.3.11 F.-R.d train, D.L.7.185:—[voice] Pass., ib.31: freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass. συγκεκροτημένος, well-trained, disciplined, ναῦς συγκεκρ. X.HG6.2.12; ;εἰς πολεμικὴν ἄσκησιν Hdn.7.2.2
;συγκεκρ. πληρώματα Plb.1.61.3
;ἑταιρεῖαι Plu.Lys.13
.e ἐπιτήρει δὲ καὶ ἡμέραν καὶ ὥραν ἐν ᾗ συγκροτεῖται μάλιστα ὁ χρησμός on which the oracle works best, Astramps.Orac. p.3.f assist, help, συγκροτῆσε (i.e. - ῆσαι)τὸν εὐγενῆ Παῦλον POxy.1872.2
(v/vi A.D.); συγκροτεῖ·.. συμπράττει, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκροτέω
-
5 χειροδοτέω
A give with the hand,χειροδοτεῖ τρόπον ἀλείπτου καὶ πρὸς τὰ γυμνάσια καλεῖ Ph.1.640
codd. ( χειροδετεῖ binds his hands with the cestus, cj. Wyttenbach; συγκροτεῖ cj. Mangey).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειροδοτέω
См. также в других словарях:
συγκροτεῖ — συγκροτέω strike together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκροτέω strike together pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) συγκροτέω strike together pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκροτέω strike together pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρότει — συγκροτέω strike together pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκροτέω strike together pres imperat act 2nd sg (attic epic) συγκροτέω strike together imperf ind act 3rd sg (attic epic) συγκροτέω strike together imperf ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
φαινόμενο — το / φαινόμενον, ΝΜΑ καθετί που φαίνεται ή γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, κάθε άμεσα αντιληπτό ή παρατηρούμενο αντικείμενο, γεγονός ή συμβάν, σε αντιδιαστολή με ό,τι συλλαμβάνεται με τον νου, με τη νόηση νεοελλ. 1. (με κν. σημ.) έννοια που… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
Κλάγκες, Λούντβιχ — (Ludwig Klages, Ανόβερο 1872 – Κίλχμπεργκ, Ζυρίχη 1956). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους της χαρακτηρολογίας, επιστήμης που σημείωσε μεγάλη επιτυχία στη Γερμανία μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων … Dictionary of Greek
άξονας — Στη μηχανολογία, είναι όργανο που προορίζεται για τη μετάδοση κίνησης. Πιο συγκεκριμένα, ο περιστρεφόμενος ά. έχει προορισμό τη μετάδοση από το ένα άκρο του στο άλλο μιας ροπής στρέψης, που εφαρμόζεται σε ένα επίπεδο κάθετο στον ά. περιστροφής.… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
επιτροπή — Ομάδα προσώπων συγκροτημένη σε σώμα, στο οποίο έχει ανατεθεί η εκτέλεση μιας ειδικής λειτουργίας. Το σώμα αυτό συνήθως προέρχεται ή εξαρτάται από κάποιο άλλο, μεγαλύτερο και λειτουργεί για την εκπλήρωση των σκοπών του. Η ε. έχει τα στοιχεία της… … Dictionary of Greek