-
1 συγκριτικος
I31) складывающий, собирающий, соединительный Plat., Arst.2) сложный, составной(σώματα Sext.)
3) сравнивающий, сравнительный Plut.ὁ σ. τρόπος грам. — сравнительная степень
II -
2 συγκριτικός
η, ό[ν] сравнительный;συγκριτικός βαθμός — грам, сравнительная степень;
-
3 συγκριτικός
[сингритикос] επ. сравнительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συγκριτικός
-
4 συγκριτικός
[сингритикос] επ сравнительный.
См. также в других словарях:
συγκριτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… … Dictionary of Greek
συγκριτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη σύγκριση: Από τους συγκριτικούς πίνακες στατιστικής φαίνεται η άνοδος του βιοτικού επιπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκριτικά — συγκριτικός of neut nom/voc/acc pl συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc/acc dual συγκριτικά̱ , συγκριτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικώτερον — συγκριτικός of adverbial comp συγκριτικός of masc acc comp sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικῶν — συγκριτικός of fem gen pl συγκριτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικόν — συγκριτικός of masc acc sg συγκριτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικαῖς — συγκριτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικαί — συγκριτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικοῖς — συγκριτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκριτικοί — συγκριτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)