-
1 συγκρινεί
συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: aor subj pass 3rd sg (epic)συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
2 συγκρινεῖ
συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: aor subj pass 3rd sg (epic)συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic)συγκρῐνεῖ, συγκρίνωbring into combination: fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) -
3 συγκρίνει
συγκρί̱νει, συγκρίνωbring into combination: aor subj act 3rd sg (epic)συγκρί̱νει, συγκρίνωbring into combination: pres ind mp 2nd sgσυγκρί̱νει, συγκρίνωbring into combination: pres ind act 3rd sg -
4 ὁμόφυλος
ὁμό-φῡλος, ον,A of the same race or stock, akin (wider in sense than ὁμοεθνής, q.v.), Hp.Aër.12, Th.1.141, etc.; opp. ἀλλόφυλος, Epicur.Sent.39 ;οἱ ὁ.
those of the same race,X.
Cyr.5.4.27 ; φιλία ὁ. friendship based on kinship, E.HF 1200 (lyr.), Pl.Mx. 244a ;ὁ. Ζεύς Id.Lg. 843a
; θοὑμόφυλον, = ὁμοφυλία, E.IT 346, Decr. ap. D.18.186 ; τὸ μὴ ὁ. a city peopled by different races, Arist.Pol. 1303a25.2 generally, of the same breed or kind,ἀρχαὶ οὐχ ὁ. Philol.6
;ὄρνιθες X.Cyr.1.6.39
; ἀπιέναι πρὸς τὸ ὁ. ib.8.7.20, cf. Arist.Mu. 396b10 ;[τὸ πῦρ] συγκρίνει τὰ ὁ.
homogeneous matter,Id.
Cael. 307b1, cf. GC 329b28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμόφυλος
См. также в других словарях:
συγκρινεῖ — συγκρῐνεῖ , συγκρίνω bring into combination aor subj pass 3rd sg (epic) συγκρῐνεῖ , συγκρίνω bring into combination fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) συγκρῐνεῖ , συγκρίνω bring into combination fut ind act 3rd sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρίνει — συγκρί̱νει , συγκρίνω bring into combination aor subj act 3rd sg (epic) συγκρί̱νει , συγκρίνω bring into combination pres ind mp 2nd sg συγκρί̱νει , συγκρίνω bring into combination pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
εγκληματολογία — Επιστημονικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του εγκλήματος, την πρόληψή του, την αντίδραση της κοινωνίας σε αυτό, ενώ παράλληλα εξετάζει τα περιβαλλοντολογικά ή ψυχολογικά αίτιά του. Η ε. ιδιοποιείται τις μεθόδους πολλών άλλων… … Dictionary of Greek
ιστορικοσυγκριτικός — η, ό αυτός που αναφέρεται στον κλάδο τής γλωσσολογίας ο οποίος εξετάζει ιστορικά και συγκρίνει μεταξύ τους γλώσσες που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, επιχειρώντας την επανασύνθεση τής αμάρτυρης πρωτογλώσσας από την οποία αυτές κατάγονται … Dictionary of Greek
παραβλητέος — α, ον, Α 1. αυτός που πρέπει να παραβληθεί, να συγκριθεί με άλλον 2. (το ουδ.) παραβλητέον α) πρέπει κανείς να παραβάλει, να συγκρίνει β) πρέπει κανείς να βάλει μπροστά σε κάποιον, πρέπει να δώσει («παραβλητέον βοϊ τροφήν», Γεωπ.) … Dictionary of Greek
παραβλητικός — ή, όν, Α [παραβλητός] 1. αυτός που παραβάλλει, που συγκρίνει 2. γραμμ. συγκριτικός. επίρρ... παραβλητικῶς Α 1. συγκριτικά 2. παράλληλα … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
σερβομηχανισμός — Μηχανικό σύστημα, στο οποίο ένα ορισμένο μέγεθος μηχανικής φύσης (μέγεθος εξόδου ή έξοδος) εξαρτιέται, δηλαδή ακολουθεί πιστά τις μεταβολές ενός άλλου μεταβλητού μεγέθους (μέγεθος εισόδου ή είσοδος). Γι’ αυτό το σκοπό ο σ. συγκρίνει την τρέχουσα… … Dictionary of Greek
Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… … Dictionary of Greek
αυτόματος πιλότος — Σύστημα αυτόματης κατεύθυνσης, εγκατεστημένο σε βαλλιστικά βλήματα και αεροπλάνα, και χρησιμοποιούμενο, μαζί με άλλες αυτόματες συσκευές, ακόμα και σε υποβρύχια και σκάφη επιφάνειας. Χρησιμοποιείται επίσης για την κατεύθυνση των τορπιλών. Τον… … Dictionary of Greek